ΛΕΞΙΚΟ Ν,ν

Ν,ν

ΝΑΛΟΞΟΝΗ. Αντίδοτο σε δηλητηρίαση από μορφίνη.

ΝΑΝΙΣΝΟΣ. Κατάσταση νάνου, η μη κατάλληλη ανάπτυξη του σώματος.

ΝΑΝΟΣ. Άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμος.

ΝΑΝΟΣΩΜΙΑ. Ο νανισμός

ΝΑΡΘΗΚΑΣ. Σκελετός, υποστήριγμα που προσδένεται σε μέλος του σώματος που έχει πάθει θλάση για να ακινητοποιηθεί. Ακινηγοποίση με τοποθέτηση επίδεσμου γύψου.

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ. Ουσίες που προκαλούν νάρκωση.

ΝΑΡΚΩΣΗ. Κατάσταση βαθειάς αναισθησίας.

ΝΑΥΤΙΑ. Προκαλούμενη τάση για έμετο.

ΝΑΥΤΙΑΣΗ. Η ναυτία.

ΝΑΥΤΙΩ. Παθαίνω ναυτία.

ΝΕΑΡΘΡΩΣΗ.

ΝΕΒΡΟΣ. Το ελαφάκι.

ΝΕΚΡΑ. Η στάση, έλλειψη ζωής.

ΝΕΚΡΟΣ. Πεθαμένος

ΝΕΚΡΟΓΕΝΗΣ. Αυτός που γεννήθηκε νεκρός.

ΝΕΚΡΟΠΟΥΛΙ. Είδος νυκτόβιου πτηνού.

ΝΕΚΡΟΤΟΚΩ. Γεννώ νεκρό βρέφος ή ζώο.

ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟ. Χώρος όπου γίνεται η νεκριτομή

ΝΕΚΡΟΤΟΜΙΑ. Ανατομική εξέταση πτώματος.

ΝΕΚΡΟΦΑΓΟΣ. Αυτός που τρώει πτώματα.

ΝΕΚΡΟΦΑΝΕΙΑ. Κατάσταση νέκρωσης.

ΝΕΚΡΟΨΙΑ. Εξέταση νεκρού προς εξακρίβωση της αιτίας θανάτου.

ΝΕΚΡΩΔΗΣ. Αυτός που έχει όψη νεκρού.

ΝΕΚΡΩΣΗ. Παύση της ζωής, νέκρα.

ΝΕΟΓΕΝΗΣ ή ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟΣ. Ο νεογνός.

ΝΕΟΓΙΛΟΣ. Το πρωτοφυές δόντι.

ΝΕΟΓΝΟ. Το μόλις γεννημένο βρέφος ή ζώο.

ΝΕΟΚΥΤΤΑΡΟ. Εμβρυϊκό κύτταρο από το οποίο δημιουργείται το νεόπλασμα.

ΝΕΟΠΛΑΣΙΑ. Νεοπλαστία

ΝΕΑΠΛΑΣΜΑ. Καλοήθης ή κακοήθης όγκος που δημιουργείται σε ιστό του οργανισμού.

ΝΕΟΠΛΑΣΤΙΑ. Ανώμαλη  δημιουργία νέου ιστού  σε φυσιολογικό ιστό.

ΝΕΟΣΣΟΣ. Νεογέννητο πτηνό.

ΝΕΟΤΟΝΙΑ. Ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων σε ζώα πριν αναπτυχθεί πλήρως ο οργανισμός.

ΝΕΤΡΟΝΙΟ. Σωματίδιο που υπάρχει στη δομή του πυρήνα ενός ατόμου.

ΝΕΥΡΑΓΜΙΑ. Διατομή του νεύρου για πειραματικό σκοπό.

ΝΕΥΡΑΛΓΙΑ. Πόνος στα νεύρα.

ΝΕΥΡΑΞΩΝΑΣ. Ο νευρίτης, ο νωτιαίος μυελός, όλο το εγκεφαλονωτιαίο νευρικό σύστημα.

ΝΕΥΡΑΠΟΦΥΣΗ. Κάθε ένα από τα ανώτερα τόξα των σπονδύλων που περιβάλλουν το νωτιαίο μυελό.

ΝΕΥΡΑΣΘΕΝΕΙΑ. Νόσος του νευρικού συστήματος.

ΝΕΥΡΑΣΘΕΝΗΣ. Αυτός που πάσχει από νευρασθένεια.

ΝΕΥΡΕΙΛΗΜΑ. Το περίβλημα της νευρικής ίνας.

ΝΕΥΡΕΞΑΓΩΓΗ. Αφαίρεση του πολφού των οδόντων.

ΝΕΥΡΙΑΖΩ. Ερεθίζω, εκνευρίζω, εκνευρίζομαι.

ΝΕΥΡΙΚΟΣ. Ο ευέξαπτος.

ΝΕΥΡΙΤΗΣ. Ο άξωνας του νευρικού κυττάρου.

ΝΕΥΡΕΤΙΣ. Παθολογική αλλοίωση των περιφερειακών νεύρων.

ΝΕΥΡΟΑΡΘΡΙΤΙΣΜΟΣ. Αρθριτισμός που συνοδεύεται από νευροπάθεια ή νευρασθένεια.

ΝΕΥΡΟΓΛΟΙΑ. Η βασική ύλη του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού.

ΝΕΥΡΟΓΡΑΦΙΑ. Καταγραφή των νεύρων.

ΝΕΥΡΟΔΕΡΜΙΤΙΣ. Πάθηση του κεντρικού νευρικού συστήματος, είδος λειχήνας.

ΝΕΥΡΟΚΑΒΑΛΛΙΚΕΥΜΑ. Μετατόπιση ή αναδίπλωση των μυών ή των τενόντων.

ΝΕΥΡΟΚΡΑΝΙΟ. Το κρανίο.

ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των νεύρων.

ΝΕΥΡΟΛΟΓΟΣ. Ειδικός γιατρός για τις παθήσεις των νεύρων.

ΝΕΥΡΟΜΥΕΛΙΤΙΣ. Πάθηση των περιφερειακών νεύρων και του νωτιαίου μυελού.

ΝΕΥΡΟ. Κάθε χορδή του νευρικού συστήματος.

ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑ. Νευροψυχική διαταραχή.

ΝΕΥΡΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ. Μελέτη των παθήσεων του νευρικού συστήματος.

ΝΕΥΡΟΠΙΛΗΜΑ. Πυκνό πλέγμα ινών της φαιάς ουσίας του κεντρικού νευρικού συστήματος.

ΝΕΥΡΟΠΛΗΞΙΑ. Απότομη νευρική εξάντληση.

ΝΕΥΡΟΡΑΦΗ. Ραφή δύο τμηματων νευρικού στελέχους.

ΝΕΥΡΟΣΩΜΑΤΙΟ. Το τελικό κύτταρο, εκεί που απολήγουν τα νεύρα του δέρματος.

ΝΕΥΡΟΤΟΜΙΑ ή ΝΕΥΡΟΤΟΜΗ. Τομή νεύρου για θεραπευτικούς κυρίως λόγους.

ΝΕΥΡΟΤΟΞΙΝΗ. Οργανικό δηλητήριο του νευρικού συστήματος.

ΝΕΥΡΟΤΡΟΠΙΣΜΟΣ. Το φαινόμενο προσβολής του νευρικού συστήματος από τοξικές ουσίες.

ΝΕΥΡΟΤΡΟΠΟΣ. Αυτό που προσβάλλει το νευρικό σύστημα.

ΝΕΥΡΟΦΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Το τμήμα του νευρικού συστήματος που ενεργεί με ακούσιο τρόπο και συνήθως ανεξάρτητα από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό. 

ΝΕΥΡΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ. Χειρουργική που αφορά τον εγκέφαλο, νωτιαίο μυελό, νεύρα

ΝΕΥΡΩΔΗΣ. Μυώδης.

ΝΕΥΡΩΜΑ. Όγκος που εντοπίζεται και αναπτύσσεται στα νεύρα.

ΝΕΥΡΩΣΗ. Πάθηση του νευρικού συστήματος.

                     Η νευρική τροφοδοσία ενός ιστού.

ΝΕΦΕΛΙΟ. Η ελαφρά σκιερότης του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού

ΝΕΦΡΑΛΓΙΑ. Πόνος στους νεφρούς.

ΝΕΦΡΕΚΤΟΜΙΑ ή ΝΕΦΡΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική αφαίρεση του νεφρού.

ΝΕΦΡΙ. Ο νεφρός.

ΝΕΦΡΙΤΙΣ. Φλεγμονή του νεφρικού ιστού.

ΝΕΦΡΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που έχει σχήμα νεφρού.

ΝΕΦΡΟΚΗΛΗ. Πρόπτωση νεφρού.

ΝΕΦΡΑΛΙΘΙΑΣΗ. Σχηματισμός λίθων στους νεφρούς.

ΝΕΦΡΟΛΟΘΟΣ. Ο λίθος που σχηματίζεται στα νεφρά ή στην ουροφόρο οδό.

ΝΕΦΡΟΛΙΘΟΤΟΜΙΑ. Τομή του νεφρου προς αφαίρεση λίθου.

ΝΕΦΡΟΛΟΓΙΑ. Μελέτη των νεφρών και των νοσημάτων αυτών.

ΝΕΦΡΟΠΗΞΙΑ. Η μονημοποίηση αιωρούμενου νεφρού στην αρχική του θέση.

ΝΕΦΡΟΠΟΙΗΣΗ. Εμπύηση του νεφρού.

ΝΕΦΡΟΠΤΩΣΗ. Η πτώση ή η αιώρηση νεφρού.

ΝΕΦΡΟΡΡΑΓΙΑ. Αιματουρία από αιμορραγία των ωεφρών.

ΝΕΦΡΟΡΡΑΦΙΑ. Ραφή του νεφρικού ιστού.

ΝΕΦΡΟΣ. Όργανο του σώματος αδενώδες του ουροποιητικού συστήματος.

ΝΕΦΡΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ. Η σκλήρυνση του διάμεσου ινώδους ιστού του νεφρού.

ΝΕΦΡΟΣΤΟΜΙΟ. Οπή επικοινωνίας του νεφρού με την κοιλότητα του σώματος.

ΝΕΦΡΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική διατομή του νεφρού.

ΝΗΜΑΤΙΟ. Λεπτή νηματοειδής έκφυση.

ΝΗΜΑΤΟΖΩΟ. Είδος παρασίτου, νηματοειδής σκώληκας.

ΝΗΜΑΤΟΜΥΚΗΤΕΣ. Μικροοργανισμοί ποι αποτελείται από νηματοειδή κύτταρα.

ΝΗΣΣΑ. Πάπια.

ΝΗΣΣΑΡΙΟ. Παπάκι.

ΝΗΣΣΟΤΡΟΦΕΙΟ. Χώρος διατροφής νησσών

ΝΗΣΣΟΤΡΟΦΙΑ. Κλάδος της ζωοτεχνίας που ασχολείται με την αναπαραγωγή και την εμπορεία νησσών.

ΝΗΣΤΙΣ. Η άνω μοίρα του λεπτού εντέρου από το δωδεκαδάκλυλο μέχρι του ειλεού.

ΝΙΚΕΤΑΜΙΔΗ. Φάρμακο που διεγείρει το αναπνευστικό κέντρο.

ΝΙΚΛΟΣΑΜΙΝΗ. Φάρμακο εκλογής για τη θεραπεία μόλυνσης από σκώληκες.

ΝΙΚΟΤΙΝΑΜΙΔΗ. Αμίδιο του νικοτινικού οξέος για τη θεραπεία έλλειψης βιταμίνης Β.

ΝΙΚΟΤΙΝΗ. Η ενεργός ουσία του καπνού.

ΝΙΤΡΑΖΕΠΑΝΗ. Ηρεμιστικό που χρησιμοποιείται σαν υπνωτικό

ΝΙΤΡΟ. Κάθε είδος αλατιού κυρίως νιτρικό κάλιο ή νάτριο.

ΝΙΤΡΩΔΗΣ. Αυτός που περιέχει άφθονο νίτρο.

ΝΙΤΡΩΣΗ. Η κατεργασία ουσίας με νιτρικό οξύ.

ΝΙΦΕΔΙΠΙΝΗ. Φάρμακο για τη θεραπεία της στηθάγχης.

ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ. Ευφυία, αντίληψη, εξυπναδα.

ΝΟΗΜΩΝ. Ευφυής, έξυπνος.

ΝΟΡΑΔΡΕΝΑΛΙΝΗ. Πρόδρομη ουσία της αδρεναλίνηςστη μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων.

ΝΟΡΕΘΙΣΤΕΡΟΝΗ. Συνθετικό προγεσταγόνο.

ΝΟΡΜΟΒΛΑΣΤΗΣ. Πρόδρομο κύτταρο των ερυθροκυττάρων.

ΝΟΡΜΟΤΑΣΙΚΟΣ. Αυτός που έχει φυσιολογική αρτηριακή πίεση.

ΝΟΣΗΛΕΙΑ. Περιποίηση, θεραπεία ασθενούς.

ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΡΙΟ. Θεραπευτήριο, νοσοκομείο.

ΝΟΣΗΛΕΥΩ. Περιποιούμαι, θεραπεύω ασθενή.

ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΣ. Αυτός που παρέχει νοσηλεία.

ΝΟΣΗΜΑ. Νόσος, ασθέναια, αρρώστεια.

ΝΟΣΗΡΟΣ. Αυτός που προκαλεί νόσο, που έχει επιβλαβή υγεία, που νοσεί.

ΝΟΣΟΓΟΝΟΣ. Ο νοσηρός, αυτός που παράγει νόσους.

ΝΟΣΟΓΡΑΦΙΑ. Περιγραφή και ταξινόμιση των νόσων.

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ. Χώρος νοσηλείας και φροντίδας ασθενών.

ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ. Ο άνθρωπος που περιποιείται τους άρρωστους.

ΝΟΣΟΛΟΓΙΑ. Κλάδοσ της ιατρικής που μελετα τις νόσους.

ΝΟΣΟΛΟΓΟΣ. Ο ασχολούμενος γιατρός με την νοσολογία.

ΝΟΣΟΜΑΝΙΑ. Είδος υποχονδίας όπου το άτομο ανησυχεί διαρκώς για την υγεία του.

ΝΟΣΟΣ. Αρρώστια, ασθένεια.

ΝΟΣΩ. Είμαι ασθενής, πάσχω.

ΝΟΣΩΔΗΣ. Νοσηρός, φιλάσθενος.

ΝΤΑΣΙΜΠΕΛ. Μονάδα ακοής.

ΝΤΟΠΑ. Πρόδρομη ουσίας ντοπαμίνης και νοραδρεναλίνης.

ΝΤΟΠΑΜΙΝΗ. Είναι μια κατεχολαμίνη και πρόδρομη ουσία της νοραδρεναλίνης.

ΝΥΓΜΑ. Τσίμπιμα.

ΝΥΚΤΑΛΩΠΙΑ. Πάθηση των οφθαλμών όπου η όραση είναι καλύτερη σε αμυδρό και όχι σε άπλετο φως.

ΝΥΚΤΕΡΙΔΑ. Ζώο χειρόπτερο, το μόνο θηλαστικό που πετά.

ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΕΝΟΥΡΗΣΗ. Η ακούσια ούρηση κατά τη διάρκεια του νυκτερινού ύπνου.

ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΕΦΙΔΡΩΣΗ. Άφθονη εφίδρωση τη νύκτα στο κρεβάτι σε παθήσεις όπως φυματίωση, λεμφώματα.

ΝΥΚΤΟΒΙΟΣ. Ο οργανισμός που μένει ξύπνιος όλη τη νύχτα αναζητώντας τροφή.

ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙ. Νυκτόβιο πτηνό.

ΝΥΚΤΟΥΡΙΑ. Υπερβολική ούρηση κατά τη διάρκεια της νύκτας.

ΝΥΣΤΑΓΜΟΣ. Ακούσια ρυθμική ταλάντωση του ενός ή και των δύο οφθαλμών.

ΝΩΔΟΣ. Νωδός είναι αυτός που δεν έχει δόντια.

ΝΩΘΡΟΤΗΣ. Σωματική και διανοητική αδράνεια.

ΝΩΤΙΑΙΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ. Μέθοδος αναισθησίας με χορήγηση αναισθητικού μέσα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, που περιβάλλει το νωτιαίο μυελό.

ΝΩΤΙΑΙΟΣ ΜΥΕΛΟΣ. Ο μυελός της σπονδυλικής στήλης.

ΝΩΤΙΑ ΦΘΙΣΗ. Η νωτιά φθίση είναι πάθηση του νωτιαίου μυελού.

 

 

 

 


Deprecated: Directive 'allow_url_include' is deprecated in Unknown on line 0