Author: vets.gr

ΛΕΞΙΚΟ Ι,ι

ΙΑΙΜΙΑ.  Είναι μια φυσική κατάσταση κατά την οποία ιοί εισάγανται στην κυκλοφορία του αίματος και συνεπώς έχουν πρόσβαση σε όλο το σώματος. ΙΑΣΙΜΟ. βλ. θεραπεύσιμο. ΙΑΣΗ. βλ. θεραπεία. ΙΑΤΡΕΥΩ. Θεραπεύω. ΙΑΤΡΙΚΟ. Το φάρμακο. ΙΑΤΡΟΓΕΝΗΣ ΠΑΘΗΣΗ. Πάθηση που προέρχεται από λάθος ιατρικούς...

ΛΕΞΙΚΟ Θ,θ

Θ,θ ΘΑΛΑΜΟΣ. Μάζα φαιάς ουσίας του εγκεφάλου.Χώρος του οφθαλμού με διαφανές υγρό. ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΥΛΙ. Πτηνό της θάλασσας. ΘΑΝΑΣΙΜΟ. Θανατιφόρο, αυτό  που επιφέρει τον θάνατο. ΘΑΤΗΦΟΡΟΣ. Που επιφέρει ή μπορεί να επιφέρει το θάνατο. ΘΑΝΑΤΙΚΟ. Θανατηφόος...

ΛΕΞΙΚΟ Η,η

Η,η ΗΒΗ. H  χρονική περίοδος ποι ένας οργανισμός γίνεται ικανός για αναπαραγωγή. ΗΒΙΚΟ ΟΣΤΟ. Το οστό του προσθίου τμήματος της πυέλου. ΗΒΙΚΟΣ. Ο αναφερόμενος στην ήβη ή στη περιοχή του ηβικού οστού. ΗΘΜΟΕΙΔΕΣ. Οστό της...

ΛΕΞΙΚΟ Ζ,ζ

Ζ,ζ ΖΑΓΑΡΙ. Σκυλί κυνηγιάρικο. ΖΑΛΗ. Ο ίλιγγος. ΖΑΡΚΑΔΙ. Ζώο, η δορκάς. ΖΕΒΡΑ. Ζώο, άναγρος. ΖΕΣΗΣ ΣΗΜΕΙΟ. Σημείο βρασμού. ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ. Ένωση ζεύγους διαφορετικού φύλου. ΖΕΥΓΑΡΩΝΩ. Ενώνω  δύο ζώα διαφορετικού φύλου για αναπαταγωγή. ΖΙΝΤΟΒΟΥΤΙΝΗ. Αντιϊκό φάρμακο...

ΛΕΞΙΚΟ Ε,ε

Ε,ε ΕΓΚΑΥΜΑ. Κάκωση, κάψιμο της επιδερμίδας και του δέρματος. ΕΓΚΕΦΑΛΙΝΕΣ. Πεπτίδιο με παυσίπονο αποτέλεσμα. ΕΓΚΕΦΑΛΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή ή λοίμωξη του εγκεφάλου, συνήθως οφείλεται σε ιό.  ΕΓΚΕΦΑΛΟΕΙΔΕΣ. Μορφή καρκίνου που μοιάζει με εγκαφαλικό ιστό. ΕΓΚΕΦΑΛΟΚΗΛΗ. Πρόπτωση...

ΛΕΞΙΚΟ Γ,γ

Γ,γ ΓΑΓΓΡΑΙΝΑ. Θάνατος ζωντανών ιστών λόγω έλλειψης παροχής αίματος. ΓΑΛΑΚΤΟΑΙΜΙΑ. Αύξηση του ποσοστού λίπους στο αίμα. ΓΑΛΑΚΤΟΖΗ. Συστατικό της λακτόζης. ΓΑΛΑΚΤΟΚΗΛΗ. Κυστική διόγκωση του αδένα του μαστού. ΓΑΛΑΚΤΟΡΡΟΙΑ. Αυτόματη και αυξημένη ροή γάλακτος από...

ΛΕΞΙΚΟ Β,β

Β,β ΒΑΚΙΛΟΣ. Μεγάλη ομάδα ραβδοειδών βακτηριδίων gram (+) και τρέφονται από νεκρές οργανικές ύλες. ΒΑΚΙΛΟΣ του koch. Το όνομα του μυκοβακτηριδίου που υπεύθυνο για τη φυματίωση. ΒΑΚΤΗΡΙΑΙΜΙΑ. Η βακτηριαιμία είναι η παρουσία βακτηρών στο...


Deprecated: Directive 'allow_url_include' is deprecated in Unknown on line 0