ΛΕΞΙΚΟ Ζ,ζ

Ζ,ζ

ΖΑΓΑΡΙ. Σκυλί κυνηγιάρικο.

ΖΑΛΗ. Ο ίλιγγος.

ΖΑΡΚΑΔΙ. Ζώο, η δορκάς.

ΖΕΒΡΑ. Ζώο, άναγρος.

ΖΕΣΗΣ ΣΗΜΕΙΟ. Σημείο βρασμού.

ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ. Ένωση ζεύγους διαφορετικού φύλου.

ΖΕΥΓΑΡΩΝΩ. Ενώνω  δύο ζώα διαφορετικού φύλου για αναπαταγωγή.

ΖΙΝΤΟΒΟΥΤΙΝΗ. Αντιϊκό φάρμακο κατά του AIDS.

ΖΟΥΛΑΠΙ. Άγριο ζώο.

ΖΥΓΩΜΑ. Τμήμα του κρανίου.

ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΟ. Αναφορά σε οτιδήποτε έχει σχέση με την ζυγωματική περιοχή. 

ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΟ ΟΣΤΟ. Το οστό κάτω από τους οφθαλμούς αμφοτερόπλευρα στο πρόσωπο. 

ΖΥΓΩΤΗΣ. Το πρώτο κύτταρο κάθε οργανισμού μετά την γονιμοποίηση ωαρίου από σπερματοζωαρίου.

ΖΥΜΟΜΥΚΗΤΑΣ. Οικογένεια σακχαρομυκήτων.

ΖΥΜΩΣΗ. Αργή αποσύνθεση οργανικών ουσιών.

ΖΩΑΓΟΡΑ. Χώρος αγοραπωλησίας ζώων.

ΖΩΑΝΘΡΩΠΙΑ. Φρενική νόσος όπου ο ασθενής νομίζει ότι έχει γίνει ζώο.

ΖΩΑΡΙΟ. Μικρής ηλικίας  ζώο.

ΖΩΕΜΠΟΡΙΑ. Εμπόριο ζώων.

ΖΩΪΚΟ ΡΑΜΜΑ. Ειδικό ράμμα για τις χειρουργικές επεμβάσεις που προέρχεται από τον ινώδη ιστό του εντέρου ζώων.

ΖΩΝΤΑΝΟ. Το ζώο,

ΖΩΟ. Κάθε ενόργανο έμβιο, εκτός του ανθρώπου, που έχει την ικανότητα να κινείται και να αισθάνεται..

ΖΩΟΒΙΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τις οργανικές και ψυχικές λειτουργίες των ζώων.

ΖΩΟΓΕΝΕΙΑ. Η από του ζώου γέννηση.

ΖΩΟΓΕΝΗΣ. Αυτός που προέργεται από ζώο.

ΖΩΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ. Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με την κατανομή των ζώων πάνω στη γη.

ΖΩΟΚΤΟΝΙΑ. Παράνομη θανάτωση ζώου.

ΖΩΟΚΤΟΝΟΣ. Αυτός που σκοτώνει ζώο.

ΖΩΟΛΟΓΙΑ. Επιστήμη που μελετά τα ζώα.

ΖΩΟΛΟΓΟΣ. Ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη ζωολογία.

ΖΩΟΜΟΡΦΙΑ. Η ομοιότητα με τα ζώα κατά την μορφή.

ΖΩΟΜΟΡΦΟΣ. Αυτός που έχει μορφή ζώου.

ΖΩΟΝΟΣΟΣ. Παθήσεις των ζώων που μπορεί να μεταδοθούν και στους ανθρώπους.

ΖΩΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της κτηνιατρικής που μελετά τις νόσους των ζώων. 

ΖΩΟΠΑΡΑΣΙΤΑ. Ζωϊκά παράσιτα που ζουν στα ζώα.

ΖΩΟΣΠΕΡΜΑ. Σπερματοζωάριο.

ΖΩΟΤΕΧΝΗΣ. Ειδικός επιστήμονας  της ζωοτεχνίας.

ΖΩΟΤΕΧΝΙΑ. Κλάδος της βιολογίας που αφορά τους τρόπους καλύτερης εκμετάλευσης των κατοικιδίων ζώων.

ΖΩΟΤΟΚΙΑ. Η γέννηση άρτιου ζώου.

ΖΩΟΤΟΚΟΣ. Το ζώο που γεννά άρτια ζώα.

ΖΩΟΤΟΜΙΑ. Ανατομική τομή σε ζωντανό ζώο.

ΖΩΟΤΟΜΟΣ. Ο ειδικός για την ζωοτομία.

ΖΩΟΤΡΟΦΗ. Τροφή για ζώα.

ΖΩΟΦΙΛΙΑ. Υπερβολική αγάπη για τα ζώα.

ΖΩΟΦΙΛΟΣ. Ο άνθρωπος που αγαπά πολύ τα ζώα.

ΖΩΟΦΟΒΙΑ. Παθολογικός φόβος απέναντι στα ζώα.

ΖΩΟΦΥΣΙΚΗ. Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τις φυσικές ιδιότητες των ζώων.

ΖΩΟΧΗΜΕΙΑ. Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη χημική σύσταση των έμβιων όντων.

ΖΩΟΧΩΡΙΑ. Η διασπορά μέσω των ζώων των σπερμάτων των φυτών.

ΖΩΟΨΙΑ. Οπτική ψευδαίσθηση όπου ο πάσχων φαντάζεται ότι βλέπει άγρια ζώα.

ΖΩΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Η μελέτη του ψυχισμού των ζώων.

ΖΩΤΙΚΗ ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΣ. Βιαίως εκπνεόμενο ποσό αέρος μετά από βαθιά εισπνοή.

ΖΩΤΙΚΟΣ. Ζωογόνος, δραστήριος.

ΖΩΥΦΙΟ. Έντομο, παράσιτο.

ΖΩΩΔΗΣ. Κτηνώδης.

 

 


Deprecated: Directive 'allow_url_include' is deprecated in Unknown on line 0