ΛΕΞΙΚΟ Χ,χ

ΧΑΙΤΗ. Το μακρύ τρίχωμα στον αυχαίνα ζώων.

ΧΑΛΑΖΙΟ. Μικρό ογκίδιο στο βλέφαρο.

ΧΑΛΑΡΟΣ. Ο μη τεταμένος, ο μη άκαμπτος.

ΧΑΛΚΟΣ. Απαραίτητο θρεπτικό υλικό.

ΧΑΛΚΩΧΡΟΥΣ. Αυτός που έχει τη χροιά του χαλκού.

ΧΑΠΙΑ. Μικρή φαρμακευτικής ουσίας μάζα.

ΧΑΣΜΗΜΑ. Βαθειά και παρατεταμένη αναπνοή με το στόμα ανοιχτό.

ΧΑΣΜΩΜΑΙ. Ακούσιο άνοιγμα του στόματος με βαθειά και παρατεταμένη ανοπνοή.

ΧΕΙΛΗ. Οι σαρκώδεις προεξοχές γύρω από το στόμα.

ΧΕΙΛΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των χειλέων.

ΧΕΙΛΩΜΑ. Το πρεξέχον χείλος μιας επιφανείας

ΧΕΙΡΑ. Το τμήμα μεταξύ καρπού και των άκρων των δακτύλων.

ΧΕΙΡΑΓΡΑ. Αρθρίτιδα στα χέρια.

ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ. Οι κινήσεις αρθρώσεων, οστών, ιστών γαι θεραπευτικούς λόγους.

ΧΕΙΡΟΠΟΔΙΑ. Τμήμα της ιατρικής που ασχολείται με τα πόδια.

ΧΕΙΡΟΠΟΜΦΟΛΥΓΑΣ. Δερματοπάθεια με παρουσία φυσαλίδων.

ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ. Ειδικός χώρος νοσοκομείου ή κλινικής όπου γίνονται οι χειρουργικές επεμβάσεις.

ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη χειρουργική αντιμετώπιση διαφόρων παθολογικών καταστάσεων.

ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟ ΕΠΙΘΕΜΑ.

ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ. Ειδικός γιατρός που ασχολείται με τις χειρουργικές επεμβάσεις.

ΧΕΙΡΟΥΡΓΩ. Κάνω χειρουργική επέμβαση.

ΧΕΛΥΟ. Το όστρακο της χελώνας.

ΧΕΛΟΝΩΕΙΔΗΣ. Αυτός που μοιάζει με σχήμα χελώνας.

ΧΕΡΤΖ. Μονάδα μέτρησης συχνότητας.

ΧΗΛΗ. Δισχιδής όνυχας ζώου.

ΧΗΛΟΕΙΔΗΣ. Όμοιος με χηλή.

ΧΗΛΟΕΙΔΗ. Υπερανάπτυξη ινώδους ιστού σε περιοχή τραυματισμού.

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Θεραπευτική αγωγή με τη χρήση χημικών ουσιών.

ΧΗΜΕΙΟΤΑΞΙΑ. Η έλξη ή η απώθηση κυττάρων από άλλα κύτταρα.

ΧΗΜΩΣΗ. Φλεγμονώδης εξοίδηση του επιπεφυκότα του βολβού του οφθαλμού.

ΧΙΑΣΜΑ. Δομή σχήματος Χ.

ΧΙΑΣΜΟΣ. Σημεία διασταύρωσης των νευρικών ινών.

ΧΙΑΣΤΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ. Ισχυροί σύνδεσμοι στην κατά γόνυ άρθρωση.

ΧΛΑΜΥΔΙΑ.

ΧΛΟΑΖΩ. Πρασινίζω.

ΧΛΟΑΣΜΑ. Δυχρωμία δερματική (στο πρόσωπο), που μοιάζει με εκτετεμένη κηλίδα, λόγω ορμονικών διαταραχών.

ΧΛΟΜΙΑΖΩ. Γίνομαι ωχρός.

ΧΛΟΜΟΣ. Ο ωχρός  

ΧΛΩΡΑΛΗ. Υπνωτικό.

ΧΛΩΡΑΜΒΟΥΚΙΛΗ. Φάρμακο για τη θεραπεία της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας.

ΧΛΩΡΑΜΦΕΝΙΚΟΛΗ. Αντιβιοτικό.

ΧΛΩΡΑΣΒΕΣΤΟΣ.

ΧΛΩΡΔΑΝΙΟ. Εντομοκτόνο.

ΧΛΩΡΕΞΙΔΙΝΗ. Αντισηπτικό.

ΧΛΩΡΙΑΣΜΟΣ. Καθαρισμός του πόσιμου νερού με την προσθήκη χλωρίου.

ΧΛΩΡΙΚΗ ΔΙΚΟΥΑΛΙΝΗ. Αντιβακτηριδιακό και αντιμυκητιασικό σύμπλοκο.

ΧΛΩΡΙΟ. Αέριο στοιχείο.

ΧΛΩΡΙΟΥΧΟ ΑΙΘΥΛΙΟ. Αναισθητικό για σύντομες και μικρές επεμβάσεις.

ΧΛΩΡΙΟΥΧΟ ΚΑΛΙΟ.

ΧΛΩΡΙΟΥΧΟ ΝΑΤΡΙΟ. Το κοινό αλάτι.

ΧΛΩΡΙΟΥΧΟΣ. Αυτός που περιέχει χλώριο.

ΧΛΩΡΙΩΣΗ. Η προσθήκη χλωρίου.

ΧΛΩΡΟΘΕΙΑΖΙΝΗ. Διουρητικό

ΧΛΩΡΟΜΕΘΙΑΖΟΛΗ. Υπνωτικό.

ΧΛΩΡΟΞΥΛΕΝΟΛΗ. Αντισηπτικό.

ΧΛΩΡΟΠΕΝΙΑ. Ελάττωση της συγκέντρωσης του χλωρίου στο αίμα.

ΧΛΩΡΟΠΡΟΜΑΖΙΝΗ. Αντισταμινικό.

ΧΛΩΡΟΠΡΟΠΑΜΙΔΗ. Υπογλυκαιμικός παράγων.

ΧΛΩΡΟΤΕΤΡΑΚΥΚΛΙΝΗ.

ΧΛΩΡΟΦΟΡΜΙΖΩ. Κάνω αναισθησία με χλωροφόρμιο.

ΧΛΩΡΟΦΟΡΜΙΟ. Άχρωμο πτητικό υγρό.

ΧΛΩΡΟΦΥΛΛΗ. Η πράσινη χρωστική ουσία των φυτών.

ΧΛΩΡΩΜΑ. Εμφάνιση ογκιδίων πρασινωπού χρώματος κάτω από το δέρμα.

ΧΛΩΡΩΣΗ. Μορφή αναιμίας.

ΧΝΟΥΔΙ. Λεπτότατο τρίχωμα.

ΧΟΑΝΗ. Χωνοειδής δίοδος.

ΧΟΙΡΑΔΩΣΗ. Η φυματίωση των λεμφαδένων του τραχήλου.

ΧΟΛΑΓΓΕΙΪΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των χοληφόρων πόρων.

ΧΟΛΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ακτινογραγική απεικόνηση των χοληφόρων αγγείων και της χοληφόρου κύστης με τη χρήση ακτινοσκιερής ουσίας.

ΧΟΛΑΓΓΕΙΟΤΟΜΙΑ. Η τομή του χοληδόχου πόρου.

ΧΟΛΑΓΩΓΑ. Ουσίε ςπου αυξάνουν τη ροή και την έκκριση χολής.

ΧΟΛΑΙΜΙΑ. Η παρουσία χολής στο αίμα.

ΧΟΛΕΪΝΗ. Λιπώδης ουσία που παράγεται στη χολή.

ΧΟΛΕΚΚΡΙΤΙΚΟ. Φάρμακο που διεγείρει τη ροή της χολής.

ΧΟΛΕΜΒΟΛΙΟ. Αντιτυφικό εμβόλιο από χολή.

ΧΟΛΕΡΑ. Μικροβιακή λοίμωξη που οφείλεται στο δονάκιο της χολέρας.

ΧΟΛΕΡΙΝΗ. Ελαφρά μορφή χολέρας.

ΧΟΛΕΡΙΩ. Νοσώ από χολέρα. 

ΧΟΛΕΡΥΘΡΙΝΗ. Η χρωστική της χολής.

ΧΟΛΗ. Έκκριμα του ήπατος που αποθηκεύεται στη χοληδόχο κύστη.

ΧΟΛΗΔΟΧΟΣ ΚΥΣΤΗ. Η κύστη που συλλέγει και περιέχει τη χολή.

ΧΟΛΗΔΟΧΟΤΟΝΙΑ. Η τομή του χοληδόχου πόρου.

ΧΟΛΗΜΕΣΙΑ. Έμετος χολής.

ΧΟΛΗΣΤΕΡΙΝΑΙΝΙΑ. Η παρουσία χολής στο αίμα.

ΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΗ. Στερόλη που προέρχεται από ζωϊκούς και φυτικούς ιστούς.

ΧΟΛΗΦΟΡΟΣ. Χολαγωγός.

ΧΟΛΙΝΕΡΓΙΚΟ.

ΧΟΛΙΝΗ. Συστατικό του συμπλέγματος των βιταμινών Β.

ΧΟΛΟΕΙΔΗΣ. Ο όμοιος με χολή.

ΧΟΛΟΚΥΣΤΕΚΤΟΜΗ. Η χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης της χοληδόχου κύστης.

ΧΟΛΟΚΥΣΤΗ. Η χοληδόχος κύστη.

ΧΟΛΟΚΥΣΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της χοληδόχου κύστης.

ΧΟΛΟΚΥΣΤΟΓΡΑΦΙΑ. Η ακντινιγραφική απεικόνιση της χοληδόχου κύστης με τη χρήση ακτινοσκιερής ουσίες.

ΧΟΛΟΚΥΣΤΟΚΙΝΗ. Ορμόνη που έχει άμεση σχέση με την εκκένωση της χοληδόχου κύστης.

ΧΟΛΟΛΙΘΙΑΣΗ. Η παρουσία λίθων σε χοληδόχο κύστη και χοληφόρους πόρους.

ΧΟΛΟΛΙΘΟΙ. Λιθοειδές συγκριμα στη χοληδόχο κύστη και στους χοληφόρους πόρους.

ΧΟΛΟΛΙΘΟΤΟΜΗ. Αφαίρεση χολολίθων από τη χοληδόχο κύστοι και τους χολχφόρους πόρους.

ΧΟΛΠΟΙΗΤΙΚΟΣ. Αυτός που παράγει χολή.

ΧΟΛΟΠΡΑΣΙΝΗ. Η χχωστική της χολής σε φυτοφάγα ζώα κα σε οτηνά.

ΧΟΛΟΡΡΑΓΙΑ. Μεγάλη ποσότητα έκκρισης χολής κατά την διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων στο ήπαρ.

ΧΟΛΟΡΡΟΙΑ. βλ. χολορραγία.

ΧΟΛΟΣΤΑΣΗ. Διακοπή ή ελάττωση της ροής της χολής

ΧΟΛΟΣΤΕΑΡΙΝΗ. Η χοληστερρίνη.

ΧΟΛΟΥΡΙΑ. Η παρουσία χολής στα ούρα.

ΧΟΛΩΔΗΣ. Ο όμοιος με χολή.

ΧΟΝΔΡΕΚΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης χόνδρου.

ΧΟΝΔΡΙΚΟΣ. Ο σχετικός με χόνδρο.

ΧΟΝΔΡΙΝΗ. Η συστατική ουσία των χόνδρων.

ΧΟΝΔΡΟΓΕΝΗΣ. Που προήλθε από χόνδρο.

ΧΟΝΔΡΟΣ. Ζωϊκός ιστός αύκαμπτος και σκληρός σε διάφορα σημεία του σκελετού.

ΧΟΝΔΡΩΜΑ. Όγκος από χονδρίτη ιστό.

ΧΟΡΔΗ. Νευρική ίνα, τένοντας, χορδή.

ΧΟΡΔΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των φωνητικών χορδών.

ΧΟΡΔΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση κοπής πρόσθιων και πλάγιων οδών του νωτιαίου μυελού.

ΧΟΡΕΙΑ.

ΧΟΡΙΟΕΙΔΗΣ. Ο όμοιος με το χόριο.

ΧΟΡΙΟΕΙΔΗΣ ΜΗΝΙΓΓΑ. Λεπτή μήνιγγα του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού.

ΧΟΡΙΟΕΙΔΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του χοριοειδούς χιτώνα του οφθαλμού.

ΧΟΡΙΟΚΑΡΚΙΝΩΜΑ. Μορφή καρκίνου που προσβάλλει το χόριο του πλακούντα.

ΧΟΡΙΟ. Η πιο εξωτερική από τις εμβρυϊκές μεμβράνες, στοιβάδα του δέρματος κάτω από την επιδερμίδα. 

ΧΡΟΙΑ. Η απόχρωση.

ΧΡΟΝΙΟΣ. Παθολογική κατάσταση χρόνια και υποτροπιάζουσα.

ΧΡΟΝΟΣ ΠΗΞΗΣ.

ΧΡΩΜΑΤΙΝΗ. Συστατική ουσία του κυτταρικού πυρήνα.

ΧΡΩΜΑΤΟΥΡΙΑ. Η αποβολή μη φυσιολογικού χρώματος ούρων. 

ΧΡΩΜΑΤΟΣΩΜΑΤΑ. Τα ραβδοειδή σώματα που βρίσκονται στον πυρήνα κάθε κυττάτου.

ΧΡΩΜΙΟΦΙΛΟΣ. Κύτταρα, όργανα και τμήματα ενός οργανισμού που έλκωνται από τα άλατα του χρωμίου.

ΧΡΩΜΟΓΛΥΚΟΝΙΚΟ ΔΙΝΑΤΡΙΟ. Φάρμακο με χρήση κατά των αλλεργικών διαταραχών.

ΧΡΩΜΟΓΛΥΚΟΝΙΚΟ ΝΑΤΡΙΟ. Φάρμακο για την προφύλαξη από το άσθμα.

ΧΥΛΟΣ. Ο πολτός από την πέψη των τροφών που σχηματίζεται στα έντερα και απορροφάται από τα λεμφαγγεία του εντέρου.

ΧΥΛΟΥΡΙΑ. Ύπαρξη χυλού στα ούρα.

ΧΥΛΟΦΟΡΟ. Λεμφαγγείο που μεταφέρει χυλό από το έντερο. 

ΧΥΛΩΔΗΣ. Ο γεμάτος χυλό, αυτός που μοιάζει νε υφή με χυλό.

ΧΥΜΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που παράγει χυμούς.

ΧΥΜΟΘΡΥΨΙΝΗ. Ένζυμο του παγκρέατος και πέπτει τις πρωτεϊνες.

ΧΥΜΟΣ. Τροφή που έχει υποστεί μερική πέψη.

ΧΥΜΩΔΗΣ. Ο γεμάτος χυμούς.

ΧΥΜΩΣΗ. Διόγκωση του επιπεφυκότα του οφθαλμού.

Χ-ΧΡΩΜΑΤΟΣΩΜΑ. Ένα από τα δύο φυλετικά χρωματοσώματα.

ΧΩΛΟΣ. Κάθε οργανισμός που έχει αναπηρία στα άκρα.

ΧΩΛΟΤΗΤΑ. Αναπηρία στα άκρα.

ΧΩΝΕΥΤΙΚΟ. Ουσία που διευκολύνη την πέχη. 

ΧΩΝΕΥΩ. Πέπτω.


Deprecated: Directive 'allow_url_include' is deprecated in Unknown on line 0