ΛΕΞΙΚΟ Φ,φ

ΦΑΓΕΔΑΙΝΑ. Διαβρωτική ελκώδης επεξεργασία.

ΦΑΓΕΔΑΙΝΙΣΜΟΣ. Διαβρωτική έλκωση με ταχεία εξέλιξη.

ΦΑΓΟΚΥΤΤΑΡΙΣΜΟΣ. βλ. φαγοκυττάρωση.

ΦΑΓΟΚΥΤΤΑΡΟ. Λευκοκύτταρο του οργανισμού που καταστρέφει τα εισερχόμενα μικρόβια.

ΦΑΓΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ. Η διαδικασία εξουδετέρωσης των μικροβίων από τα φαγοκύτταρα.

ΦΑΓΟΥΡΑ. Ο κνησμός.

ΦΑΙΑ ΟΥΣΙΑ.

ΦΑΙΝΑΖΙΚΙΝΗ. Παυσίπονο.

ΦΑΙΝΕΛΖΙΝΗ. Αντικαταθλιπτικό

ΦΑΙΝΙΝΔΙΟΝΗ. Συνθετικό αντιπηκτικό.

ΦΑΙΝΟΒΑΡΒΙΤΟΝΗ. Βαρβιτουρικό.

ΦΑΙΝΟΘΕΙΑΖΙΝΕΣ. Ομάδα αντιψυχωτικών φαρμάκων.

ΦΑΙΝΟΛΗ. Το ανθρακικό οξύ.

ΦΑΙΝΟΛΟΦΘΑΛΕΪΝΗ. Δείκτης αντίδρασης ούρων και γαστρικών υγρών.

ΦΑΙΝΟΤΥΠΟΣ. Τα χειρακτηριστικά ενός ατόμου.

ΦΑΙΝΥΛΑΛΑΝΙΝΗ. Φυσικό αμινοξύ.

ΦΑΙΝΥΛΟΚΕΤΟΝΟΥΡΙΑ. Μορφή διανοητικής ανεπάρκειας.

ΦΑΙΝΥΤΟΪΚΟ ΝΑΤΡΙΟ. Φάρμακο κατά της επιληψίας.

ΦΑΙΟΧΡΩΜΟΚΥΤΩΜΑ. Αγγειακός όγκος στη μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων.

ΦΑΙΡΟΡΜΟΝΕΣ.

ΦΑΚΙΔΕΣ. Καφεοειδείς κηλίδες του δέρματος λόγω της ηλιακής ακτινοβολίας.

ΦΑΚΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που έχει σχήμα φακής ή φακού.

ΦΑΚΟΜΑΛΑΚΙΑ. Η μαλάκυνση του φακού του οφθαλμού.

ΦΑΚΟΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥ.

ΦΑΚΟΣΚΛΗΡΩΣΗ. Η σκλήρυνση του φακού του οφθαλμού.

ΦΑΚΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο διακρίβωσης των αλλοιώσεων του φακού του οφθαλμού.

ΦΑΛΑΓΓΑ. Τα μικρά οστάρια των δακτύλων.

ΦΑΛΑΓΓΩΣΗ. Η χαλάρωση του δέρματος των βλεφάρων.  

ΦΑΛΛΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του πέους.

ΦΑΛΛΟΣ. Το πέος.

ΦΑΡΜΑΚΟ.

ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ. Κατάστημα χορήγησης αρμάκων.

ΦΑΡΜΑΚΕΡΟΣ. Ο δηλητηριώδης.

ΦΑΡΜΑΚΙ. Το δηλητήριο.

ΦΑΡΜΑΚΟΓΝΩΣΙΑ. Η επιστήμη που ασχολείται με τις ιδιότητες των φαρμακευτικών ουσιών.

ΦΑΡΜΑΚΟΛΗΨΙΑ. Η εσωτερική λήψη φαρμάκων.

ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ. Ο τρόπος μετακίνησης των φαρμάκων στον οργανισμό.

ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ. Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τα φάρμακα και τις δράσεις τους. 

ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΑ. Το σύνολο των τεχνικών μεθόδων παρασκευής φαρμάκων.

ΦΑΡΜΑΚΟΧΗΜΕΙΑ. Η φαρμακευτική χημεία.

ΦΑΡΥΓΓΙΣΜΟΣ. Ο σπασμός των μυών του φάρυγγα.

ΦΑΡΥΓΓΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του φλεννογόνου του φάρυγγα.

ΦΑΡΥΓΓΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγίατου φάρυγγα.

ΦΑΡΥΓΓΑΣ. Κοιλότητα που επικοινωνεί με τη στοματική κοιλότητα, ρινικές κοιλότητες, λάρυγγα και οισοφάγο.

ΦΑΡΥΓΓΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο εξέτασης του φάρυγγα.

ΦΑΡΥΓΓΟΤΟΜΙΑ. Η χειρουργική επέμβαση διάνοιξης του φάρυγγα.

ΦΑΤΝΙΟ. Η οστέϊνη θήκη του δοντιού.

ΦΕΝΟΤΕΡΟΛΗ. Φάρμακο για την θεραπεία του άσθματος.

ΦΘΑΛΙΚΟ ΔΙΒΟΥΤΙΛΙΟ. Εντομοαπωθητικό.

ΦΘΑΡΤΟΣ. Το εσωτερικό επένδυμα της μήτρας κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.

ΦΘΕΙΡΑ. Παρασιτικό έντομο, ψείρα. 

ΦΘΕΙΡΙΑΣΗ. Η μόλυνση από φθείρες.

ΦΘΕΙΡΙΩ. Έχω φθείρες, ψείρες.

ΦΘΕΙΡΙΟΚΤΟΝΟ. Φαρμακευτική ουσία που εξολοθρεύει τις φθείρες.

ΦΘΙΣΙΑΤΡΕΙΟ. Θεραπευτήριο φυματικών.

ΦΘΙΣΙΚΟΣ. Ο φυματικός.

ΦΘΙΣΙΩ. Πάσχω από φυματίωση.

ΦΘΙΣΗ. η ατροφία που παρατηρείται σε όλες τις μορφές φυματίωσης.

ΦΘΟΡΙΖΩ. Εμφανίζω φθορίζουσα λάμψη.

ΦΘΟΡΙΟ. Αέριο χημικό στοιχείο.

ΦΘΟΡΙΟΥΧΟ. Αυτό που περιέχει φθόριο.

ΦΘΟΡΙΣΜΟΣ. Ο φωσφορισμός υπό την ενέργεια φωτός.

ΦΙΛΑΡΙΑΣΗ.

ΦΙΛΟΖΩΟΣ. Ο ζωόφιλος.

ΦΙΜΩΣΗ. Η στένωση της ακροποσθίας του πέους.

ΦΙΝΑΣΤΕΡΙΔΗ. Φάρμακο αναστολλής του ενζύμου, που μετατρέπει τη τεστοστερόνη σε διυδροτεστοστερόνη.

ΦΛΑΒΙΝΗ. Αντισηπτικό.

ΦΛΕΒΕΣ. Αγγεία που μεταφέρουν το αίμα από τους ιστούς του σώματος στη καρδιά.

ΦΛΕΒΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή φλέβας.

ΦΛΕΒΟΛΟΓΙΑ. Τμήμα της ανατομικής και της φυσιολογίας που ασχολείται με τις φλέβες.

ΦΛΕΒΟΓΡΑΦΙΑ. Η ακτινογραφική μελέτη των φλεβών

ΦΛΕΒΟΚΕΝΤΗΣΗ. Εισαγωγή βελόνας σε φλέβα για τη έγχυση φαρμάκου.

ΦΛΕΒΟΚΟΜΒΟΣ. Ο φυσιολογικός βηματοδότης της καρδιάς. 

ΦΛΕΒΟΛΙΘΟΣ. Λίθος από ασβεστοποίηση θρόμβου μέσα σε φλέβα.

ΦΛΕΒΟΡΡΑΓΙΑ. Η ρήξη και η αιμορραγία φλέβας.

ΦΛΕΒΟΣΚΛΗΡΩΣΗ. Η σκλήρωση των φλεβικών τοιχωμάτων.

ΦΛΕΒΟΤΟΜΗ. Μικρή χειρουργική επέμβαση διάνοιξης φλέβας.

ΦΛΕΒΩΔΗΣ. Ο γεμάτος φλέβες, ο όμοιος με φλέβα.

ΦΛΕΓΜΑ. Βλεννώδης ύλη της μύτης ή των βρόγχων.

ΦΛΕΓΜΑΙΝΩ. Έχω φλεγμονή.

ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗΣ. Ο όμοιος με φλεγμονή.

ΦΛΟΓΩΣΗ. Η φλεγμονή.

ΦΛΟΙΟΣ. Ο ιστός που σχηματίζει το εξωτερικό τμήμα κάθε οργάνου.

ΦΛΟΙΟΦΑΓΟΣ. Αναφέρεται σε έντομα που τρέφονται με φλοιούς.

ΦΛΟΥΚΥΤΟΣΙΝΗ. Φάρμακο για την θεραπεία των μυκητιάσεων.

ΦΛΟΥΟΚΙΝΟΛΗ. Κορτικοστεροειδές.

ΦΛΟΥΟΡΟΥΡΑΚΙΛΗ. Φάρμακο για την αντιμετώπιση ανεγχείρητων καρκίνων.

ΦΛΟΥΦΕΝΑΜΙΚΟ ΟΞΥ. Αναλγητικό, αντιπυρετικό.

ΦΛΥΚΤΑΙΝΑ. Συλλογή από πύον.

ΦΛΥΚΤΑΙΝΑ ΚΑΚΟΗΘΗΣ. Η φλύκταινα του άνθρακα.

ΦΛΥΚΤΑΙΝΟΥΜΑΙ. Σχηματίζω φλύκταινες. 

ΦΛΥΚΤΑΙΝΩΔΗ. Παράγοντες που προκαλούν εμφάνιση φλύκταινας.

ΦΟΒΙΑ. Υπέρμετρος και παράλογος φόβος σε καταστάσεις, πρόσωπα και αντικείμενα.

ΦΟΛΑ. Ειδική τροφή για την θανάτωση ζώων.

ΦΟΛΙΔΑ. Μικρό οστρακοειδές πετάλιο πάνω στο δέρμα ερπετών και ιχθύων, λέπι.

ΦΟΛΙΔΩΤΟΣ. Αυτός που έχει φολίδες στο δέρμα του.

ΦΟΛΙΚΟ ΟΞΥ. Συστατικό του συμπλέγματος της βιταμίνης Β.

ΦΟΡΕΙΟ. Ειδικό κρεβάτι για τη μεταφορά τραυματισμένων. 

ΦΟΡΜΑΛΔΕΪΔΗ. Ισχυρό αντισηπτικό.

ΦΟΥΡΟΣΕΜΙΔΗ. Ισχυρό διουρητικό.

ΦΡΕΝΙΚΟ ΝΕΥΡΟ. Το βασικό νεύρο  της νεύρωσης του διαφράγματος.

ΦΡΕΝΟΛΟΓΙΑ. Όρος που αφορούσε τη μελέτη του χατακτήρα των ανθρώπων από το σχήμα της κεφαλής, ξεπερασμένος σήμερα.

ΦΡΟΥΚΤΟΖΗ. Η λεβουλόζη, η ζάχαρη των φρούτων.

ΦΥΛΕΤΙΚΑ ΧΡΩΜΑΤΟΣΩΜΑΤΑ.

ΦΥΛΕΤΙΚΕΣ ΟΡΜΟΝΕΣ. Οι ορμόνες που είναι υπέυθυνες για την ανάπτυξη των πρωτογενών και των δευτερογενών χαρακτηριστικών κάθε φύλου.

ΦΥΛΟ. Γένος ανθρώπου ή ζώων, αρσενικό ή θηλυκό.

ΦΥΛΟΣΥΝΔΕΤΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ. Ο τρόπος μεταβίβασης των χαρακτηριστικών σε επόμενες γενεές.

ΦΥΜΑ. Μυϊκή προεξοχή, ή σκλήρυνση πάνω σε οστό.

ΦΥΜΑΤΙΔΗ. Δερματική αλλοίωση που οφείλεται στο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης.

ΦΥΜΑΤΙΚΟΣ. Αυτός που πάσχει από φυματίωση.

ΦΥΜΑΤΙΟΛΟΓΟΣ. Ειδικός γιατρός για φυματικούς.

ΦΥΜΑΤΙΝΗ. Παρασκεύασμα που προέρχεται από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης.

ΦΥΜΑΤΙΟ. Σωματίδιο που εκφύεται στο παρέγχυμα ή στην επιφάνεια των ιστών.

ΦΥΜΑΤΙΩΜΑ. Φυματιώδης όγκος στον οφθαλμό.

ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ. Ομάδα μεταδοτικών λοιμώδη νόσων που οφείλονται στο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης.

ΦΥΜΑΤΩΔΗΣ. Ο οζώδης.

ΦΥΡΑΜΑ. Τροφή για ζώα, ένζυμο.

ΦΥΣΑΛΛΙΔΑ. Η φλύκταινα.

ΦΥΣΗΜΑ. Ανώμαλος ήχος στην ακρόαση της καρδιάς και των μεγάλων αγγείων που μοιάζει με θρόϊσμα φύλλων.

ΦΥΣΙΓΓΑ. Υαλώδες μικρό δοχείο που περιέχει φάρμακο, αμπούλα.

ΦΥΣΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ. Ειδικότητα της ιατρικής.

ΦΥΣΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Θεραπεία με φυσικές μεθόδους.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ. Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις φυσιολογικές λειτουργίες των οργάνων του σώματος.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Οτιδήποτε είναι σύμφωνο με τη φυσιολογική και καθορισμένη λειτουργία.

ΦΥΤΟΜΕΝΑΔΙΟΝΗ. Η βιταμίνη Κ.

ΦΥΤΟΠΑΡΑΣΙΤΟ. Οργανισμός που παρασιτεί στα φυτά.

ΦΥΤΟΦΑΓΙΑ. Η διατροφή αποκλειστικά με φρούτα και λαχανικά.

ΦΩΚΟΜΕΛΙΑ. Παθολογική κατάσταση κατά την οποία το έμβρυο έχει τα άκρα του κολλημένα στον κορμό.

ΦΩΛΕΙΑ. Η χειμερία νάρκη.

ΦΩΛΙ, ΦΩΛΟΣ, ΦΩΛΙΤΗΣ. Το αυγό στη φωλιά της κότας για να την προσελκύσει να γεννήσει.

ΦΩΝΗ.

ΦΩΝΟΜΕΤΡΟ. Ειδικό όργανο μέτρησης της φωνής.

ΦΩΝΗΤΙΚΕΣ ΧΟΡΔΕΣ.

ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΑΝΤΙΧΗΣΗ. Η χροιά της φωνής.

ΦΩΝΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑ. Ειδικό μηχάνημα καταγραφής των καρδιακών ήχων και των φυσημάτων της καρδιάς.

ΦΩΣΦΑΤΙΝΗ. Αμυλώδης τροφή για βρέφη.

ΦΩΣΦΑΤΟΥΡΙΑ. Η μεγάλη ποσότητα φωσφόρου στο αίμα.

ΦΩΤΟΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ. Δερματικά εξανθήματα λόγω ηλιακής ακτινοβολίας.

ΦΩΤΟΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ. Δερματίτιδα από ανώμαλη αντίδραση στο ηλιακό φως.

ΦΩΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Θεραπευτική μέθοδος με τη χρήση του φωτός.

ΦΩΤΟΘΛΑΣΙΑ. Η απόκλιση του φωτός όταν διέρχεται από μέσα διαφορετικής πυκνότητας.

ΦΩΤΟΠΗΞΙΑ. Η πήξη των ιστών του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.

ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ. Η διαδικασία παραγωγής υδατάνθρακα από νερό και διοξείδιο του άνθρακα.

ΦΩΤΟΦΟΒΙΑ. Η μεγάλη ευαισθησία στο φως.


Deprecated: Directive 'allow_url_include' is deprecated in Unknown on line 0