ΛΕΞΙΚΟ Σ,σ

ΣΑΚΧΑΡΙΚΟΣ. Οτιδήποτε σχετικό με το σάκχαρο.

ΣΑΚΧΑΡΙΝΗ.

ΣΑΚΧΑΡΙΣΜΟΣ. Είδος τοξικής δηλητηρίασης από μεγάλη ποσότητα σακχάρου.

ΣΑΚΧΑΡΟΜΥΚΗΤΕΣ.

ΣΑΚΧΑΡΟ. Η νόσος του σακχαροδιαβήτη.

ΣΑΛΒΟΥΤΑΜΟΛΗ.

ΣΑΛΙΚΥΛΙΚΟ ΟΞΥ.

ΣΑΛΠΙΓΓΑ. Ο ωαγωγός της μήτρς.

ΣΑΛΠΙΓΓΕΚΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση για την εκτομή της μίας ή και των δύο σαλπίγγων της μήτρας.

ΣΑΛΠΙΓΓΙΚΟΣ. Οτιδήποτε έχει σχέση με την σάλπιγγα του ωτός ή τη σάλπγγα της μήτρας.

ΣΑΛΠΙΓΓΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των σαλπίγγων της μήτρας.

ΣΑΠΡΑΙΜΙΑ. Η σηψαιμία.

ΣΑΠΡΙΑ. Η κατάσταση του σάπιου.

ΣΑΠΡΟΓΟΝΟΣ. Οτιδήποτε προκαλεί σαπρία.

ΣΑΠΡΟΣ. Ο σάπιος.

ΣΑΠΡΟΦΑΓΟΣ. Ο όρος αναφέρεται σε ζώα που τρέφονται με ουσίες που βρίσκονται σε κατάσταση αποσύνθεσης.

ΣΑΠΡΟΦΙΛΑ. Οι οργανισμοί που ζουν πάνω σε αποσυντειθεμένες ουσίες.

ΣΑΠΡΟΦΥΤΑ.

ΣΑΡΚΑ. Το μυώδες μέρος του σώματος.

ΣΑΡΚΙΚΟΣ. Οτιδήποτε αναφέρεται στη σάρκα.

ΣΑΡΚΙΟ. Εκβλάστημα μικρού μεγέθους πάνω σε επουλωμένο τραύμα.

ΣΑΡΚΟΒΟΡΟΣ. Ο σαρκοφάγος.

ΣΑΡΚΟΕΙΔΗΣ. Όμοιος με σάρκα.

ΣΑΡΚΟΕΙΔΩΣΗ.

ΣΑΡΚΟΚΟΠΤΗΣ ΤΗΣ ΨΩΡΑΣ.

ΣΑΡΚΟΛΑΒΙΔΑ. Ειδική χειρουργική λαβίδα.

ΣΑΡΚΟΠΛΑΣΙΑ. Ανάπτυξη σάρκας σε επουλωμένο τραύμα.

ΣΑΡΚΟΠΟΙΗΣΗ. βλ. σαρκοπλασία.

ΣΑΡΚΟΦΑΓΑ. Ζώα θηλαστικά που τρέφονται με σάρκες.

ΣΑΡΚΟΦΥΪΑ. βλ. σαρκοπλαστία.

ΣΑΡΚΟΧΡΟΥΣ. Ότι έχει το χρώμα της σάρκας.

ΣΑΡΚΩΔΗΣ. Ο πολύσαρκος, αυτός που μοιάζει με σάρκα.

ΣΑΡΚΩΔΗΣ ΜΥΛΗ.

ΣΑΡΚΩΜΑ.

ΣΑΡΚΩΜΑΤΩΔΗΣ. Οτιδότοτε μοιάζει με σάρκωμα.

ΣΑΦΗΝΗΣ.

ΣΕΙΡΙΑΣΗ. Βαρύτατη μορφή ηλίασης. Απότομη προσβολή νόσου.

ΣΕΚΡΕΤΙΝΗ.

ΣΕΛΗΝΙΑΣΜΟΣ.

ΣΕΝΝΑ.

ΣΕΡΟΤΟΝΙΝΗ.

ΣΗΠΤΙΚΟΣ. Οτιδήποτε προκαλεί σήψη.

ΣΗΠΤΙΝΗ. Τοξίνη από την αποσύνθεση του κρέατος.

ΣΗΠΟΜΑΙ. Σαπίζω.

ΣΗΡΑΓΓΩΔΗΣ. Πορώδης, σπογγώδης.

ΣΗΡΑΓΓΩΔΗΣ ΚΟΛΠΟΣ.

ΣΗΣΑΜΟΕΙΔΗ ΟΣΤΑ.

ΣΗΨΑΙΜΙΑ.

ΣΗΨΗ.

ΣΗΨΙΓΟΝΟΣ. Αυτός που προκαλεί σηψαιμία.

ΣΗΨΙΝΗ. βλ. σηπτίνη.

ΣΙΑΓΟΝΑ.

ΣΙΑΛΑΓΩΓΟΣ. Αγωγός που διοχετεύει τον σίελο.

ΣΙΑΛΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που εκκρίνει, παράγει σίελο.

ΣΙΑΛΟΡΡΟΙΑ. Η υπερβολική έκκριση σιέλου.

ΣΙΓΓΕΛΑ.

ΣΙΓΜΟΕΙΔΟΣΚΟΠΗΣΗ.

ΣΙΔΗΡΟΣ.

ΣΙΔΗΡΩΣΗ.

ΣΙΕΛΑΓΩΓΑ.

ΣΙΕΛΟΓΟΝΟΙ ΑΔΕΝΕΣ.

ΣΙΕΛΟΣ.

ΣΙΛΙΚΟΝΕΣ.

ΣΙΜΕΘΙΔΙΝΗ.

ΣΙΡΟΠΙ.

ΣΚΑΦΟΕΙΔΕΣ ΟΣΤΟ.

ΣΚΕΛΕΘΡΟ. Ο σκελετός.

ΣΚΕΛΕΘΡΩΜΕΝΟΣ. Ο σκελετωμόνος.

ΣΚΕΛΕΤΙΚΟΣ ΜΥΣ.

ΣΚΕΛΕΤΙΝΗ. Η ουσία που αποτελεί τον σκελετό των ασπόνδυλων ζώων.

ΣΚΕΛΕΤΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των οστών.

ΣΚΕΛΕΤΟΣ.

ΣΚΕΛΕΤΩΔΗΣ. Πάρα πολύ αδύνατος.

ΣΚΕΛΟΣ. Τα κάτω άκρα του ανθρώπου και τα πίσω άκρα των ζώων.

ΣΚΗΝΙΔΙΟ.

ΣΚΙΑΣΤΙΚΟ ΜΕΣΟ.

ΣΚΙΡΟΣ.

ΣΚΛΗΡΑ ΜΗΝΙΓΓΑ.

ΣΛΗΡΙΑ. Η σκλήρυνση ιστού. 

ΣΚΛΗΡΙΑΣΗ. Σχηματισμός σκληρίας.

ΣΚΛΗΡΙΤΙΔΑ.

ΣΚΛΗΡΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που προκαλεί σκλήρυνση.

ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΑ.

ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΙΑ. Τοπική σκλήρυνση του δέρματος.

ΣΚΛΗΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ.

ΣΚΛΗΡΟΠΑΘΕΙΑ. Σκλήρυνση οποιασδήποτε μορφής.

ΣΚΛΗΡΟΣ ΧΙΤΩΝΑΣ.

ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ.

ΣΚΛΗΡΩΣΗ. Παθολογική σκληρία ιστού ή οργάνου.

ΣΚΟΛΙΩ. Στρεβλώ.

ΣΚΟΛΙΩΣΗ.

ΣΚΟΛΟΠΕΝΔΡΑ. Η σαρανταποδαρούσα. 

ΣΚΟΡΒΟΥΤΟ.

ΣΚΟΤΩΜΑ.

ΣΚΥΛΩΝ ΔΑΓΚΩΜΑΤΑ.

ΣΚΩΛΗΚΟΕΙΔΕΚΤΟΜΗ.

ΣΚΩΛΗΚΟΕΙΔΗΣ ΑΠΟΦΥΣΗ.

ΣΚΩΛΗΚΟΕΙΔΙΤΙΔΑ.

ΣΜΗΓΜΑ.

ΣΜΗΓΜΑΤΟΓΟΝΟΙ ΑΔΕΝΕΣ.

ΣΜΗΓΜΑΤΟΓΟΝΟΣ ΚΥΣΤΗ.

ΣΜΗΓΜΑΤΟΡΡΟΙΑ.

ΣΜΙΛΗ.

ΣΟΥΚΡΑΛΦΑΤΗ.

ΣΟΥΚΡΟΖΗ.

ΣΟΥΛΙΝΔΑΚΗ.

ΣΟΥΛΦΑΔΙΑΖΙΝΗ.

ΣΟΥΛΦΑΔΙΜΙΔΙΝΗ.

ΣΟΥΛΦΑΔΟΞΙΝΗ.

ΣΟΥΛΦΑΜΕΘΟΞΑΖΟΛΗ.

ΣΟΥΛΦΑΝΙΛΑΜΙΔΙΟ.

ΣΟΥΛΦΑΣΑΛΑΖΙΝΗ.

ΣΟΥΛΦΙΠΥΡΑΖΟΝΗ.

ΣΟΥΛΦΟΝΑΜΙΔΙΟ.

ΣΟΥΛΦΟΝΕΣ.

ΣΟΥΛΦΟΝΥΛΟΥΡΙΕΣ.

ΣΠΑΣΜΟΙ.

ΣΠΑΣΜΟΛΥΤΚΑ.

ΣΠΑΣΜΟΠΟΔΙΑ. Πάθηση των πίσω άκρων των ζώων.

ΣΠΑΣΜOΣ.

ΣΠΑΣΜΟΦΙΛΙΑ. Προδιάθεση για σπασμωδικές καταστάσεις.

ΣΠΑΣΜΩΔΗΣ. Κίνηση που μοιάζει με σπασμό.

ΣΠΑΣΜΩΔΙΑ. Ελαφριά μικρή σπασμωσική κίνηση μέλους του σώματος που γίνεται απόσυνήθεια και αυτόματα.

ΣΠΑΣΜΩΔΙΚΟΣ. Που γίνεται ή συνοδεύεται με σπασμούς.

ΣΠΑΣΤΙΚΟΣ.

ΣΠΕΙΡΑΜΑ.

ΣΠΕΙΡΑΜΑΤΟΝΕΦΡΙΤΙΔΑ.

ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ.

ΣΠΕΡΜΑ.

ΣΠΕΡΜΑΤΑΓΩΓΟΣ. Αγωγός που διαχετεύει το σπέρμα.

ΣΠΕΡΜΑΤΙΔΑ. Κυτταρικό στοιχείο από το οποίο παράγονται τα σπερματοζωάρια.

ΣΠΕΡΜΑΤΙΚΟΣ.

ΣΠΕΡΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΡΟΣ.

ΣΠΕΡΜΑΤΙΝΗ. Το κύριο συστατικό του προστατικού υγρού των ζώων.

ΣΠΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ. Σπερμογονία, εκσπερμάτωση.

ΣΠΕΡΜΑΤΟΒΛΑΣΤΗ. Η σπερματίδα.

ΣΠΕΡΜΑΤΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που παράγει σπέρμα.

ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΟΣ. Που περιέχει σπέρμα.

ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΟΣ ΚΥΣΤΗ.

ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΙΟ.

ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΤΟΝΑ.

ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΥΤΤΑΡΟ. Κύτταρο που παράγει το σπερματοζωάριο.

ΣΠΕΡΜΑΤΟΤΟΞΙΝΗ. Τοξίνη που καταστρέφει τα σπερματοζωάρια.

ΣΠΕΡΜΑΤΟΥΧΟΣ. Αυτός που περιέχει σπέρμα.

ΣΠΕΡΜΙΝΗ. βλ. σπερματίνη.

ΣΠΙΛΟΣ.

ΣΠΙΡΑΜΥΚΙΝΗ.

ΣΠΙΡΟΜΕΤΡΟ.

ΣΠΙΡΟΝΟΛΑΚΤΟΝΗ.

ΣΠΛΑΧΝΑ.

ΣΠΛΑΧΝΑΛΓΙΑ. Πόνος στα σπλάχνα.

ΣΠΛΑΧΝΙΚΟΣ.

ΣΠΛΑΧΝΟΓΡΑΦΙΑ. Περιγραφή των σπλάχνων. 

ΣΠΛΗΝΑΣ.

ΣΠΛΑΧΝΟΛΟΓΙΑ. Τμήμα της ανατομικής που ασχολείται με τα σπλάχνα.

ΣΠΛΗΝΕΚΤΟΜΗ.

ΣΠΛΗΝΟΜΕΓΑΛΙΑ.

ΣΠΟΓΓΩΔΗΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΑ.

ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗ ΣΤΗΛΗ.

ΣΠΟΝΔΥΛΟΛΙΣΘΗΣΗ.

ΣΠΟΝΔΥΛΟΣ.

ΣΠΟΡΙΟ.

ΣΠΟΡΟΖΩΙΙΑ.

ΣΠΟΡΟΖΩΟ.

ΣΤΑΦΥΛΗ.

ΣΤΑΦΥΛΟΚΟΚΚΟΣ.

ΣΤΕΑΤΟΡΡΟΙΑ.

ΣΤΕΑΤΩΜΑ.

ΣΤΕΙΛΕΟΣ.

ΣΤΕΙΡΟΤΗΤΑ.

ΣΤΕΛΕΧΟΣ.

ΣΤΕΝΩΜΑ.

ΣΤΕΝΩΣΗ.

ΣΤΕΡΕΟΠΗΞΙΑ.

. ΣΤΕΡΟΕΙΔΗ.

ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΘΡΟΜΒΩΣΗ.

ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΕΣ ΑΡΤΗΡΙΕΣ.

ΣΤΕΦΑΝΟΪΟΙ.

ΣΤΗΘΑΓΧΗ.

ΣΤΟΜΑ.

ΣΤΟΜΑΤΙΚΟΣ.

ΣΤΟΜΑΤΙΤΙΔΑ.

ΣΤΟΜΑΤΟΔΙΑΣΤΟΛΕΑΣ.

ΣΤΟΜΑΧΙΚΟΣ ΣΩΛΗΝΑΣ.

ΣΤΟΜΑΧΟΣ.

ΣΤΟΜΑΧΟΥ ΠΛΥΣΗ.

ΣΤΟΜΙΟ – ΚΟΛΟΣΤΟΜΙΑ.

ΣΤΟΧΟΚΥΤΤΑΡΑ.

ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΜΟΣ.

ΣΤΡΑΓΓΟΥΡΙΑ.

ΣΤΡΕΒΛΟΠΟΔΙΑ.

ΤΡΕΠΤΟΚΙΝΑΣΗ.

ΣΤΡΕΠΤΟΚΟΚΚΟΣ.

ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ.

ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΕΙΔΩΣΗ.

ΣΤΡΥΧΝΙΝΗ.

ΣΤΡΩΜΑ.

ΣΤΥΠΕΙΟ.

ΣΤΥΠΤΙΚΑ.

ΣΤΥΣΗ.

ΣΥΓΚΛΙΣΗ.

ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗ.

ΣΥΓΚΟΠΗ.

ΣΥΚΩΣΗ.

ΣΥΛΛΗΨΗ.

ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ.

ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟΜΙΜΙΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ.

ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ.

ΣΥΜΠΤΩΜΑ.

ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ.

ΣΥΜΦΟΡΗΣΗ.

ΣΥΜΦΥΣΕΙΣ.

ΣΥΜΦΥΣΗ.

ΣΥΝΑΨΗ.

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ.

ΣΥΝΔΕΤΙΚΙΤΙΔΑ.

ΣΥΝΔΕΤΙΚΟΣ ΙΣΤΟΣ.

ΣΥΝΟΣΤΩΣΗ.

ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ.

ΣΥΡΙΓΓΑ.

ΣΥΡΙΓΓΙΟ.

ΣΥΡΙΓΓΟΜΕΓΑΛΙΑ.

ΣΥΡΙΓΜΟΣ.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ.

ΣΥΣΤΟΛΗ.

ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΠΙΕΣΗ.

ΣΥΣΤΡΟΦΗ.

ΣΥΦΙΛΗ.

ΣΦΑΓΙΔΙΤΙΚΟΣ.

ΣΦΑΙΡΑ.

ΣΦΑΙΡΙΝΗ.

ΣΦΗΝΟΕΙΔΕΣ ΟΣΤΟ.

ΣΦΙΓΚΤΗΡΑΣ.

ΣΦΥΓΜΟΓΡΑΦΟΣ.

ΣΦΥΓΜΟΜΑΝΟΜΕΤΡΟ.

ΣΦΥΓΜΟΣ.

ΣΦΥΞΗ.

ΣΦΥΡΑ.

ΣΧΙΖΟΓΟΝΙΑ.

ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ.

ΣΧΙΣΜΗ.

ΣΧΙΣΤΟΣΩΜΙΑΣΗ.

ΣΩΛΗΝΙΣΚΟΣ.

ΣΩΜΑΤΙΔΙΟ.

ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ.


Deprecated: Directive 'allow_url_include' is deprecated in Unknown on line 0