ΛΕΞΙΚΟ Ο,ο

ΟΒΕΛΙΑΙΟΣ. Η εσωτερική πλαγία τομή οργάνου ή σώματος.

ΟΓΚΑΝΙΖΩ. Γκαρίζω.

ΟΓΚΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης όγκου από το μαστό, ο οποίος μαστός παραμένει στη θέση του.

ΟΓΚΗΘΜΟΣ. Η φωνή του όνου, το γκάρισμα.

ΟΓΚΟΓΟΝΟ. Το γονίδιο που προκαλεί καρκίνο.

ΟΓΚΟΙ. Διογκώσεις λόγω χρόνιων φλεγμονωδών παθήσεων ή νεοπλασματικών όγκων.

ΟΓΚΟΚΕΡΚΩΣΗ. Η μόλυνση που προκαλεί ο σκώληκας onchocerca voivulus.

ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ. O κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις μορφές και τη θεραπεία του καρκίνου.

ΟΓΚΟΜΕΤΡΟ. Ειδικό όργανο μέτρησης των όγκων ή των σπλάχνων.

ΟΓΚΩΜΑΙ. Βγάζω ογκηθμό, γκαρίζω.

ΟΔΟΝΤΑΓΡΑ. Ειδικό εργαλείο για την εξαγωγή των δοντιών.

ΟΔΟΝΤΑΛΓΙΑ. Ο πόνος των δοντιών.

ΟΔΟΝΤΑΣ. Ειδικά σκληρά όργανα που αναπτύσσονται στηριζόμενα στα οστά των γνάθων.

ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη θεραπεία των δοντιών και τις νόσους αυτών.

ΟΔΟΝΤΙΚΗ ΠΛΑΚΑ. Ένα κάλυμμα των δοντιών που δημιουργείται από έλλειψη οδοντικής καθαριότητας και φροντόδας. 

ΟΔΟΝΤΙΚΟΣ ΤΡΙΓΜΟΣ. Τριγμός των δοντιών από στρες, άγχος και φόβο.

ΟΔΟΝΤΙΝΗ. Η ελεφαντίνη, ο κύριος κορμός των δοντιών.

ΟΔΟΝΤΙΝΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της οδοντίνης.

ΟΔΟΝΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του δοντιού.

ΟΔΟΝΤΟΒΛΑΣΤΗΣ. Περιφεριακό κύτταρο του πολφού του δοντιού.

ΟΔΟΝΤΟΒΟΘΡΙΟ. Μικρή οπή ή κούφωμα επι της επιφανείας του δοντιού.

ΟΔΟΝΤΟΓΟΝΙΑ. βλ. οδοντογένεση.

ΟΔΟΝΤΟΓΕΝΕΣΗ. Η αρχική διάπλαση των οδοντικών θηλών κατά την εμβρυϊκή ηλικία.

ΟΔΟΝΤΟΓΡΑΦΙΑ. Η λεπτομερής καταγραφή των δοντιών.

ΟΔΟΝΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Η θεραπευτική αντιμετώπιση των πασχόντων δοντιών.

ΟΔΟΝΤΟΚΟΙΛΙΑ. Το βοθρίο ή το φατνίο όπου εγγομφούται η ρίζα του δοντιού.

ΟΔΟΝΤΟΚΟΝΙΣ. Ειδική σκόνη για τον καθαρισμό των δοντιών.

ΟΔΟΝΤΟΛΑΒΙΔΑ. Ειδική λαβίδα για την τοποθέτηση φαρμάκου σε κοιλότητα πάσχοντος δοντιού.

ΟΔΟΝΤΟΛΙΘΟΣ. Η τρυγία των δοντιών.

ΟΔΟΝΤΟΛΟΓΙΑ. 

ΟΔΟΝΤΟΛΟΞΙΑ. Η παθολογική έκφυση των δοντιών.

ΟΔΟΝΤΟΜΗΛΗ. Ειδικό εργαλείο για την εντοπισμό και την αντιμετώπιση της οδοντικής τρυγίας.

ΟΔΟΝΤΟΠΑΘΕΙΑ. Κάθε παθολογική κατάσταση των δοντιών.

ΟΔΟΝΤΟΦΥΪΑ.

ΟΔΟΝΤΩΜΑ. Μικρός όγκος στη θέση των δοντιών ή μέσα στα ούλα.

ΟΔΟΝΤΩΣΗ. βλ. οδοντοφυϊα.

ΟΖΑΙΝΑ. Χρόνια φλεγμονώδης πάθηση της μύτης.

ΟΖΟΣ. Όρος ιατρικός που χρησιμοποιείται αναφερόμενος στους λεμφαδένες και σε συλλογές νευρικών κυττάρων.

ΟΖΩ. Μυρίζω άσχημα, βρωμάω.

ΟΙΔΗΜΑ. Μη φυσιολογική συλλογή υγρού είτε κάτω από το δέρμα, είτε σε διάφορες κοιλότητες του σώματος.

ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΗΣ. Αυτός που μοιάζει με οίδημα ή πάσχει από οίδημα.

ΟΙΚΟΣΗΤΟ. Το ζώο ζεί μέσα στο σπίτι.

ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ. Διάλυμα νερού με αλκοόλη.

ΟΙΣΟΦΑΓΙΣΜΟΣ. Σπασμός οτυ οισοφάγου με πόνο, που εμποδίζει την κατάποση.

ΟΙΣΟΦΑΓΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή ττου βλεννογόνου του οισοφάγου.

ΟΙΣΟΦΑΓΟΣ. Σωλήνας που συνδέει το φάρυγγα με το στόμαχο.

ΟΙΣΟΦΑΓΟΣΚΟΠΙΑ. Διαγνωστική εξέταση του αυλού του οισοφάγου.

ΟΙΣΟΦΑΓΟΣΚΟΠΙΟ. Όργανο για την εξέταση του εσωτερικού  του οισοφάγου.

ΟΙΣΤΡΑΔΙΟΛΗ. Οιστρογόνο του ωοθυλακίου.

ΟΙΣΤΡΙΟΛΗ. Οιστρογόνο.

ΟΙΣΤΡΟΓΟΝΑ. Ουσίες οι οποίες πριν την ωορρηξίας προκαλούν τις ανάλογες αλλαγές στη μήτρα.

ΟΙΣΤΡΟΝΗ. Οιστρογόνο.

ΟΛΕΑΝΤΟΜΥΚΙΝΗ. Αντιβιοτικό.

ΟΛΙΓΑΙΜΙΑ. Η μείωση της ποσότητας του κυκλοφορούντος αίματος.

ΟΛΙΓΟΚΥΤΤΑΡΟΣ. Οργανισμός που αποτελείται από λίγα κύτταρα.

ΟΛΙΓΟΣΠΕΡΜΟΣ. Οργανισμός που παράγει λίγη ποσότητα σπέρματος. 

ΟΛΙΓΟΤΡΙΧΙΑ. Η ατελής ανάπτυξη του τριχωτού συστήματος.

ΟΛΙΓΟΥΡΙΑ. Παθολογική κατάσταση με παραγωγή μικρής ποσότητας ούρων.

ΟΛΙΣΤΙΚΟΣ.

ΟΜΑΤΡΟΠΙΝΗ.  Αλκαλοειδές που προέρχεται από την ατροπίνη.

ΟΜΟΑΙΜΟΣ. Ο συγγενής εξ αίματος.

ΟΜΟΖΥΓΟΣ.

ΟΜΟΙΟΓΕΝΗΣ. Αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος.

ΟΜΟΙΟΘΕΡΜΟΣ. Ο όργανισμός που έχει την ίδια θερμοκρασία σε όλα τα μέρη του σώματος του.

ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ. Ιατρικό σύστημα που στηρίζεται στη θεωρεία ότι οι νόσοι θεραπέυονται με φάρμακα ποπυ προκαλούν ανάλογα συμπτώματα με τη νόσο.

ΟΜΟΙΟΠΛΑΣΙΑ. Είδος πλαστικής επέμβασης.

ΟΜΟΚΥΣΤΙΝΟΥΡΙΑ. Η αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει ή να χρησιμοποιείσει σωστά τη μεθειονίνη.

ΟΜΟΜΗΤΡΙΟΣ. Ο προερχόμενος από την ίδια μήτρα.

ΟΜΦΑΛΙΟΣ ΛΩΡΟΣ. Ο σωλήνας διατροφής και οξυγόνωσης του εμβρύου από τη μητέρα.

ΟΜΦΑΛΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του ομφαλού.

ΟΜΦΑΛΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που μοιάζει με ομφαλό.

ΟΜΦΑΛΟΚΗΛΗ. Κήλη στο σημείο του ομφαλού.

ΟΜΦΑΛΟΜΕΣΕΝΤΕΡΙΚΟΣ. Αυτός που συνδέει το μεσεντέριο με τον ομφαλό.

ΟΜΦΑΛΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία του ομφαλού.

ΟΜΦΑΛΟΡΡΟΙΑ. Η παρουσία, η εκροή πύου από τον ομφαλό.

ΟΜΦΑΛΟΣ. Το υπόλειμμα του ομφάλιου λώρου στο μέσον της κοιλίας.

ΟΜΦΑΛΟΤΟΜΙΑ. Το κόψιμο της πμφαλίδας του εμβρύου, η διατομή του ομφαλού.

ΟΜΦΑΛΟΒΛΕΒΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της ομφαλικής φλέβας, αλλά και η θρόμβωση αυτής.

ΟΝΥΧΑΙΟΣ. Κάθε τι που σχετίζεται με τα νύχια.

ΟΝΥΧΑΤΡΟΦΙΑ. Η ατροφία, ή ατελής ανάπτυξη των νυχιών.

ΟΝΥΧΑΥΞΗΣΗ. Η παθολογικά υπέρμετρη αύξηση των νυχιών.

ΟΝΥΧΕΣ.

ΟΝΥΧΙΑ. Η φλεγμονή των νυχιών.

ΟΝΥΧΙΤΙΔΑ. βλ. ονυχία.

ΟΝΥΧΟΓΡΥΦΩΣΗ. Παθολογική κατάσταση συστροφής των νυχιών.

ΟΝΥΧΟΛΥΣΗ. Η παθολογική κατάσταση διαχωρισμού των νυχιών από τη θέση τους.

ΟΝΥΧΟΠΤΩΣΗ. Η παθολογική κατάσταση πτώσης των νυχιών.

ΟΝΥΧΟΡΡΗΞΙΑ. Η παθολογική κατάσταση εύθραυστων νυχιών.

ΟΝΥΧΟΦΑΓΙΑ. Εκδήλωση έντασης, φόβου ανασφάλειας και πλήξης.

ΟΝΥΧΟΦΥΪΑ. Η έκφυση των νυχιών.

ΟΝΥΧΟΦΥΜΑ. Τύλος των νυχιών.

ΟΞΑΙΜΙΑ. βλ. οξοναιμία.

ΟΞΑΛΙΚΟ ΟΞΥ. Ερεθιστικό δηλητήριο.

ΟΞΑΛΟΥΡΙΑ. Η αποβολή οξαλικού ασβεστίου σε μεγάλες ποσότητες μέσω των ούρων.

ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ. Η ισορροπία οξέων και βάσεων τόσο στο αίμα, όσο και στα υγρά του σώματος.

ΟΞΕΩΣΗ. Ελάττωση των βάσεων του οργανισμού. Αύξηση στον οργανισμό του β-υδροξυβουτυρικού.

ΟΞΙΚΟ ΟΞΥ. Ενεργός ουσία του ξυδιού.

ΟΞΙΝΟΣ. Αυτός που έχει γεύση οξέος.

ΟΞΟΝΑΙΜΙΑ. Η παρουσία μεγάλης ποσότητας κετονικών οξέων στο αίμα.

ΟΞΟΝΗ. Η ακετόνη.

ΟΞΟΝΟΥΡΙΑ. Η παρουσία στα ούρα οξόνης.

ΟΞΥΓΝΑΘΟΣ. Ζώα με οξύ ρύγχος.

ΟΞΥΓΟΝΟ. Αέριο μοριακού βάρους 32.

ΟΞΥΚΕΦΑΛΙΑ. Παραμόρφωση του κρανίου με οξύα μορφή της κορυφής της κεφαλής.

ΟΞΥΜΕΘΟΛΟΝΗ. Αναβολικό στεροειδές.

ΟΞΥΜΕΤΡΙΑ.

ΟΞΥΟΥΡΙΑΣΗ. Λοίμωξη από τον σκώληκα enterodiuw vermicularis.

ΟΞΥΠΕΠΤΙΝΗ. Αντιψυχικό φάρμακο.

ΟΞΥΣ. Όρος που αναφέρεται σε πάθηση ταχείας εξέληξης με σοβαρά συμπτώματα.

ΟΞΥΤΕΤΡΑΚΥΚΛΙΝΗ. Αντιβιοτικό.

ΟΞΥΤΟΚΙΚΟ. Όρος που αναφέρεται σε φάρμακο που προκαλεί την επιτάχυνση του τοκετού.

ΟΞΥΤΟΚΙΝΗ. Εκχύλισμα του οπίσθιου λοβού της υπόφυσης που προκαλει συσπάσεις στη μήτρα.

ΟΠΙΠΡΑΜΟΛΗ. Αντικαταθλιπτικό φάρμακο.

ΟΠΙΣΘΟΔΟΝΤΙΑ. Η κλίση και η σύγκλιση προς τα πίσω των τομέων δοντιών.

ΟΠΙΣΘΟΜΑΣΤΙΑ. Η παθολογική παρουσία και ανάπτυξη μαστών στη ράχη.

ΟΠΙΣΘΟΤΟΝΟΣ. Ο όρος αναφέρεται στη θέση του σώματος κατά την διάρκεια επεισοδίων τετανικών κρίσεων..

ΟΠΙΣΘΟΦΑΡΥΓΓΙΚΟ ΑΠΟΣΤΗΜΑ. Απόστυμα του κυτταρικού ιστού πίσω από τον φάρυγγα.

ΟΠΙΣΘΟΧΕΙΛΙΑ. Είδος ανατομικής ανωμαλίας των χειλέων.

ΟΠΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Η θεραπευτική αγωγή με τη χρήση εκχυλισμάτων αδένων.

ΟΠΤΙΚΗ ΑΤΡΟΦΙΑ. Η μερική ή η πλήρης απώλεια της όρασης λόγω βλάβης των ινών των οπτικών νεύρων.

ΟΠΤΙΚΗ ΟΞΥΤΗΣ.

ΟΠΤΙΚΟ ΝΕΥΡΟ.

ΟΠΤΙΚΟ ΧΙΑΣΜΑ.Το σημείο της διασταύρωσης δύο οπτικών νεύρων.

ΟΠΤΙΚΟΣ. Αυτός που ασχολείται με οτιδήποτε σχετίζεται με οπτικό υλικό.

ΟΠΤΙΚΟΣ ΔΙΣΚΟΣ. Είναι η αρχή του οπτικού νεύρου.

ΟΡΑΣΗ. Η ικανότητα του να βλέπει κάθε οργανισμός.

ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ. Ουσίες που χρησιμοποιούν οι ζωϊκοί και οι φυτικοί ιστοί και μοιάζουν σε σύνθεση με αυτές που λαμβάνονται με φυσικό τρόπο.

ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΠΑΘΗΣΗ. Πάθηση που χαρακτηρίζεται από την δομική αλλαγή σε ιστούς και όργανα του σώματος.

ΟΡΓΑΝΟ. Συλλογή διαφορετικών ιστών που σχηματίζουν δομή με χαρακτηριστική λειτουργία.

ΟΡΓΑΝΟΓΕΝΕΙΑ. βλ. οργανογένεση.

ΟΡΓΑΝΟΓΕΝΕΣΗ. Η δημιουργία των διαφόρων οργάνων του οργανισμού.

ΟΡΓΑΝΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που μοιάζει με οργανικό όν.

ΟΡΓΑΝΟΣΚΟΠΙΑ.  Ο έλεγχος της κατάστασης των εσωτερικών οργφάνων του σώματος.

ΟΡΓΑΣΜΟΣ. Το αποκορύφωμα της σεξουαλικής πράξης.

ΟΡΕΞΗ. Η επιθυμία για σίτηση.

ΟΡΘΟΚΕΡΩΣ. Ζώο που φέρει ίσια κέρατα.

ΟΡΘΟΝ. Το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου.

ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΗ. Κλάδος της ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με τις παραμορφώσεις των οστών και τη θεραπευτική αντιμετώπιση τους.

ΟΡΘΟΠΝΟΙΑ. Έντονη δυσκολία στην αναπνοή, όπου ο ασθενής είναι συνεχώς όρθιος γιανα διευκολύνεται στο να αναπνέει.

ΟΡΘΟΠΤΕΡΑ. Κατηγορία εντόμων.

ΟΡΘΟΣΚΟΠΙΑ. Εξέταση του οφθαλμού με ορθοσκοπικό φακό. Εξέταση του απευθυσμένου με ορθοσκόπιο.

ΟΡΘΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο για την εξέταση του οφθαλμού. Ειδικό όργανο για την εξέταση του απευθυσμένου.

ΟΡΘΟΤΟΜΗ. Η χειρουργική επέμβαση τομής του ορθού εντέρου.

ΟΡΜΟΝΕΣ.

ΟΡΜΟΓΟΝΟΣ. Αδένας που εκκρίνει ορμόνες.

ΟΡΜΟΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Θεραπευτική αγωγή με ορμόνες.

ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται και ερευνά τα πτηνά.

ΟΡΝΙΘΩΣΗ. Λοίμωξη των πτηνών από το chlamydia psittaci, που μεταδίδεται και στον άνθρωπο.

ΟΡΟΑΝΤΙΔΡΑΣΗ. Ειδικός έλεγχος για την εξακρίβωση μιας νόσου.

ΟΡΟΓΟΝΕΣ ΜΕΜΒΡΑΝΕΣ. Οι μεμβράνες που καλύπτουν τις κοιλότητες του σώματος.

ΟΡΟΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ. Μέθοδος για την διάγνωση νόσου με την οροαντίδραση.

ΟΡΟΓΟΝΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή περιτονίας.

ΟΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ.

ΟΡΟΛΕΥΚΩΜΑ. Η παρουσία λευκωματίνης στον ορό του αίματος.

ΟΡΟΝΟΣΙΑ. Η αντίδραση υπερευαισθησίας που οφείλεται στα κυκλοφορούντα συμπλέγματα αντισωμάτων  αντιγόνων.

ΟΡΟΣ. Το παραμένων υγρό μετά τη διαδικασία πήξης του αίματος, της λέμφου και άλλων υγρών του σώματος.

ΟΡΟΣΦΑΙΡΙΝΗ. Η σφαιρίνη του ορού του αίματος.

ΟΡΟΤΥΠΟΣ. Η ταξινόμηση ουσιών σύμφωνα με την ορολογηκή τους δραστηριότητα.

ΟΡΦ. Λοίμωξη των προβάτων και των αιγών που μεταδίδεται και στον άνθρωπο. 

ΟΡΦΕΝΑΔΡΙΝΗ. Φάρμακο κατά της νόσου Parkinson.

ΟΡΧΕΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Θεραπευτική αγωγή με εκχύλισμα όρχεων.

ΟΡΧΕΟΚΗΛΗ. Η κήλη των όρχεων.

ΟΡΧΕΙΣ. Οι σεξουαλικοί αδένες του αρσενικού. 

ΟΡΧΙΑΛΓΙΑ. Νευραλγια των όρχεων.

ΟΡΧΙΔΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση ενός ή και των δύο όρχεων.

ΟΡΧΙΔΟΠΗΞΙΑ. Είναι η επέμβαση καθόδου των όρχεων στο όσχεο από την κοιλιακή χώρα ή το κοιλιακό τοίχωμα.

ΟΡΧΙΟΕΠΙΔΙΔΥΜΙΤΙΔΑ. Η φλέγμονη των όρχεων και της επιδιδυμίδας.

ΟΡΧΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των όρχεων.

ΟΡΩΔΗΣ. Οτιδήποτε σχετίζεται ή μοιάζει με ορό.

ΟΣΜΗ.

ΟΣΜΩΣΗ. Η ανάμειξη δύο υγρών αφού διέλθουν μέσω της μεμβράνης που τα χωρίζει.

ΟΣΜΩΤΙΚΟΤΗΤΑ. Η οσμωτική πίεση ενός οσμωτική διαλύματος το οποίο είναι διαλυμένο μέσα σε νερό.

ΟΣΤΑΡΙΟ. Ο όρος αναφέρεται στα τρία μικρά οστά του μέσου ωτός.

ΟΣΤΕΑΛΓΙΑ. Ο πόνος των οστών.

ΟΣΤΕΪΝΗ. Η συστατική ουσία του οστίτη ιστού.

ΟΣΤΕΪΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των οστών.

ΟΣΤΕΑΡΘΡΙΤΙΔΑ. Η παθολογική κατάσταση της αλλαγής στη δομή του χόνδρου και των οστών μιας άρθρωσης.

ΟΣΤΕΟΓΟΝΙΑ.  Η διάπλαση του οστίτη ιστού.

ΟΣΤΕΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που παράγει οστίτη ιστό.

ΟΣΤΕΟΘΛΑΣΤΗΣ. Ειδικό όργανο για τη θραύση των οστών.

ΟΣΤΕΟΚΛΑΣΙΑ. Χειρουργική επέμβαση για τη θραύση οστών.

ΟΣΤΕΟΚΥΤΤΑΡΟ. Κύτταρο του οστού που προέρχται από ένα οστεοβλαστό που δεν έχει καμία δραστηριότητα.

ΟΣΤΕΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τα αστά.

ΟΣΤΕΟΛΥΣΗ. Η καταστροφή του οστίτη ιστού.

ΟΣΤΕΟΜΑΛΑΚΥΝΣΗ. Η ενήλικη μορφή της ραχίτιδας λόγω έλλειψης βιταμίνης D.

ΟΣΤΕΟΜΥΕΛΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του μυελού του οστού.

ΟΣΤΕΟΠΑΘΕΙΑ. Η νόσος των οστών.

ΟΣΤΕΟΠΑΘΗΤΙΚΗ. Ειδικό σύστημα επούλωσης των οστικών παθήσεων.

ΟΣΤΕΟΠΕΡΙΟΣΤΙΤΙΔΑ. Η φλέγμονή του οστού και του περιοστέου.

ΟΣΤΕΟΠΛΑΣΙΑ. Η οστεογονία, η παραγωγή οστίτη ιστού.

ΟΣΤΕΟΠΟΙΗΣΗ. Ο σχηματισμός οστού.

ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ. Η παθολογική μείωση της μάζας του φυσιολογικού οστού.

ΟΣΤΕΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία των οστών.

ΟΣΤΕΟΡΡΑΦΙΑ. Η σύνδεση ενός σπασμένου οστού.

ΟΣΤΕΟΣΑΡΚΩΜΑ. Κακοήθης όγκος των οστών.

ΟΣΤΕΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ. Η διαδικασία σκλήρυνσης των άκρων των οστών.

ΟΣΤΕΟΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση κοπής οστού.

ΟΣΤΕΟΤΟΜΟΣ. Ειδικό χειρουργικό όργανο για την τομή λεπτών οστών.

ΟΣΤΕΟΤΡΥΠΑΝΟ. Ειδικό χειρουργικό τρυπάνι που χρησιμοποιείται στην οστεοσύνθεση.

ΟΣΤΕΟΦΥΪΑ. Η οστέοση των χόνδρων, η πόρωση σπασμένου οστού.

ΟΣΤΕΟΦΥΜΑ. Εξόγκωμα του οστού.

ΟΣΤΕΟΦΥΤΑ. Οστέϊνες προεκβολές.

ΟΣΤΕΟΧΟΝΔΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του οστού και του χόνδρου.

ΟΣΤΕΟΧΟΝΔΡΩΣΗ. Ομάδα παθήσεων με εκφύλιση των κέντρων οστεοποίησης.

ΟΣΤΕΩΔΥΝΙΑ. βλ. οστεαλγία.

ΟΣΤΕΩΜΑ. Νεοπλασία του οστίτη ιστού.

ΟΣΤΕΩΤΙΚΟΣ. Αυτός που συμετέχει στο σχηματισμό του οστίτη ιστού.

ΟΣΤΙΤΙΔΑ. βλ. οστείτιδα.

ΟΣΤΟ. Ζωντανο και δυναμικό όργανο του οργανισμού, που σχηματίζουν το πλαίσιο όπου οικοδομείται όλος ο οργανισμός.

ΟΣΤΡΑΚΙΑ. Πάθηση που οφείλεται στην ερυθρογονοτοξίνη του στρεπτόκοκκου.

ΟΣΡΑΚΟΔΕΡΜΑ. Τα οστρακοειδή.

ΟΣΡΑΚΟΔΕΡΜΟΣ. Οργανισμός που τον περιβάλλει όστρακο, ή πολύ σκληρό δέρμα.

ΟΣΤΡΑΚΟΦΟΡΟΣ. βλ. οστρακόδερμος.

ΟΣΦΡΗΤΙΚΟ ΝΕΥΡΟ. Το πρώτο κρανιακό νεύρο.

ΟΣΦΥΑΛΓΙΑ. Πόνος στην οσφυϊκή περιοχή.

ΟΣΦΥΪΚΟΣ. Οτιδήποτε σχετίζεται με τη οσφυϊκή περιοχή.

ΟΣΦΥΟΝΩΤΙΑΙΑ ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ. Η διαδικασία αφαίρεσης από τον σπολδυλικό σωλήνα εγκεφαλονωτιαίου υγρού.

ΟΣΦΥΣ. Το τμήμα του σώματος μεταξύ των κατωτέρων πλευρών και της πυέλου.

ΟΣΧΕΟ. Ο σάκος όπου μέσα υπάρχουν οι όρχεις.

ΟΣΧΕΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του όσχεου.

ΟΣΧΕΟΚΗΛΗ. Είδος βουβωνοκήλλης.

ΟΣΧΕΩΜΑ. Όγκος του όσχεου.

ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΕΝΙΑ. Η συγκέντρωση των ουδετεροφίλων λευκοκυττάρων του αίματος κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα.

ΟΥΔΕΤΕΡΟΦΙΛΟ. Μία μορφή λευκοκυττάρου.

ΟΥΔΟΣ. Βαθμός διέγερσης ώστε να προκληθεί δράση των νευρικών ινών.

ΟΥΛΑ.

ΟΥΛΗ. Θεραπευμένη πληγή, έλκος.

ΟΥΛΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των ούλων.

ΟΥΛΟΓΛΩΣΣΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των ούλων και της γλώσσας.

ΟΥΛΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία των ούλων.

ΟΥΛΩΔΗΣ. Ο γεμάτος πληγές.

ΟΥΡΑ. Άχρηστες μεταβολικές ουσίες που αποβάλλονται με τα ούρα.

ΟΥΡΑΙΜΙΑ. Κλινικά παθολογική κατάσταση που αρχίζει από νεφρική ανεπάρκεια. Οφείλεται σε ηλεκτρολογική διαταραχή και σε οξέωση.

ΟΥΡΑΧΟΣ. Το υπόλειμμα σωλήνα που κατά την εμβρυϊκή ζωή ένωνε την ουροδόχο κύστη μα την αλλαντοϊδα.

ΟΥΡΗΘΡΑ. Σωλήνας που ξεκινάει από την ουροδόχο κύστη και μέσω του οποίου αποβάλλονται τα ούρα εκτός οργανισμού.

ΟΥΡΗΘΡΑΛΓΙΑ. Ο πόνος στην  ουρήθρα.

ΟΥΡΗΘΡΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση εκτομής τμήματος της ουρήθρας.

ΟΥΡΗΘΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της ουρήθρας.

ΟΥΡΗΘΡΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία της ουρήθρας.

 ΟΥΡΗΘΡΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο για την διαγνωστική εξέταση του εσωτερικού της ουρήθρας.

ΟΥΡΗΘΡΟΣΤΕΝΩΣΗ. Η στένωση της διαμέτρου της ουρήθρας.

ΟΥΡΗΘΡΟΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση διατομής της ουρήθρας.

ΟΥΡΗΜΑ. Τα ούρα.

ΟΥΡΗΣΗ. Η φυσιολογική έξοδος των ούρων από τον οργανισμό.

ΟΥΡΗΤΗΡΑΣ. Σωλήνας που ξεκινάει από το νεφρό και καταλήγει στηνουροδόχο κύστη

ΟΥΡΗΤΗΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του ουρητήρα.

ΟΥΡΙΑ. Κρυσταλλική ουσία που παράγεται στο ήπαρ και αποβάλλεται με τα ούρα.

ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ. Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην αύξηση του ουρικού οξέος στο αίμα.

ΟΥΡΙΚΟ ΟΞΥ. Κρυσταλλική ουσία που παράγεται στο ήπαρ και αποβάλλεται από τους νεφρούς.

ΟΥΡΙΝΟΜΕΤΡΟ. Ειδικό όργανο για τη μέτρηση του ειδικού βάρους των ούρων.

ΟΥΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΗ ΟΔΟΣ. Τα όργανα του ουροποιητικού συστήματος.

ΟΥΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ. Αυτός που παράγει ούρα.

ΟΥΡΟΓΟΝΟΣ. βλ. ουρογεννητικός.

ΟΥΡΟΔΟΧΟΣ ΚΥΣΤΗ. Όργανο εναποθήκευσης των ούρων.

ΟΥΡΟΚΙΝΑΣΗ. Ένζυμο για την διάλυση των θρόμβων.

ΟΥΡΟΛΙΘΟΣ. Πέτρα που σχηματίζεται στα νεφρά ή στην ουροδόχο κύστη.

ΟΥΡΟΛΙΘΙΑΣΗ. Η προδιάθεση δημιουργίας ουρόλιθων.

ΟΥΡΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις και τις θεραπείες του ουροποιητικού συστήματος.

ΟΥΡΟΜΕΤΡΟ. Συσκευή για τον προσδιορισμό του ειδικού βάρους των ούρων.

ΟΥΡΟΠΟΙΗΣΗ. Η παραγωγή ούρων.

ΟΥΡΟΣΚΟΠΙΑ. Η εξέταση των ούρων.

ΟΥΡΟΤΡΟΠΙΝΗ. Ειδικό διουρητικό φάρμακο.

ΟΥΡΟΧΟΛΙΝΟΓΟΝΟ. Χημικό σύμπλοκο από μικρόβια του εντέρου που δρουν στη χολερυθρίνη.

ΟΥΡΩΝ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗ. Οποτεδήποτε παρατηρείται καθυστέρηση ή δοακοπή στην αποβολή των ούρων.

ΟΥΣ. Το αυτί.

ΟΦΕΟΣ ΔΑΓΚΩΜΑ.

ΟΦΘΑΛΜΑΛΓΙΑ. Ο πόνος των οφθαλμών.

ΟΦΘΑΛΜΕΚΤΟΜΗ. Η χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης του οφθαλμικού βολβού.

ΟΦΘΑΛΜΙΑ. Νόσος του οφθαλμού.

ΟΦΘΑΛΜΙΚΕΣ ΣΤΑΓΟΝΕΣ. Σταγόνες για τη θεραπεία και την πρόληψη των οφθαλμικών παθήσεων.

ΟΦΘΑΛΜΙΩ. Πάσχω από οφθαλμία.

ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση, τη θεραπεία των παθήσεων του οφθαλμού, αλλά και με τη δομή και τη λειτουργία αυτού.

ΟΦΘΑΛΜΟΠΛΗΓΙΑ. Παθολογική κατάσταση παράλυσης των μυών του οφθαλμού.

ΟΦΘΑΛΜΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία του οφθαλμού.

ΟΦΘΑΛΜΟΡΡΟΙΑ.  Η εκροή βλέννας ή πύου από τον οφθαλμό.

ΟΦΘΑΛΜΟΣ. Το αισθητήριο όργανο της όρασης.

ΟΦΘΑΛΜΟΣΚΟΠΙΟ. Οπτικό διαγνωστικό όργανο για την εξέταση του εσωτερικού του οφθαλμού.

ΟΦΘΑΛΜΟΣΚΟΠΩ. Διαγνωστική εξέταση του οφθαλμού με οφθαλμοσκοπιο.

ΟΦΘΑΛΜΩΔΥΝΙΑ. βλ. οφθαλμαλγία.

ΟΨΩΝΙΝΕΣ.


Deprecated: Directive 'allow_url_include' is deprecated in Unknown on line 0