ΛΕΞΙΚΟ Ι,ι

ΙΑΙΜΙΑ.  Είναι μια φυσική κατάσταση κατά την οποία ιοί εισάγανται στην κυκλοφορία του αίματος και συνεπώς έχουν πρόσβαση σε όλο το σώματος.

ΙΑΣΙΜΟ. βλ. θεραπεύσιμο.

ΙΑΣΗ. βλ. θεραπεία.

ΙΑΤΡΕΥΩ. Θεραπεύω.

ΙΑΤΡΙΚΟ. Το φάρμακο.

ΙΑΤΡΟΓΕΝΗΣ ΠΑΘΗΣΗ. Πάθηση που προέρχεται από λάθος ιατρικούς χειρισμούς και λάθος φαρμακευτική χορήγηση.

ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΗΣ. Ιατρός, όργανο της δικαστικής αρχής για θέματα ιατρικά που σχετίζονται με το ποινικό δίκαιο.

ΙΑΤΡΙΚΗ. Η επιστήμη που ασχολείται με την διατήρηση της υγείας και την καταπολέμιση των νόσων.

ΙΑΤΡΟΣ. Ειδικός επιστήμονας της ιατρικής.

ΙΔΙΟΠΑΘΕΙΑ. Η ιδιοπαθής νόσος.

ΙΔΙΟΠΑΘΗΣ ΝΟΣΟΣ. Νόσος που δεν προέρχεται από άλλη νόσο και η αιτία της οποίας είναι άγνωστη.

ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑ. Η οργανική και ψυχολογική σύσταση κάθε οργανισμού και ο τρόπος αντίδρασης του σε εξωτερικές επιδράσεις.

ΙΔΙΟΣΥΣΤΑΣΙΑ. Η ιδιαιτερότητα κάθε οργανισμού να αντιδρά στα εξωτερικά νοσογόνα αίτια.

ΙΔΡΩΤΑΣ. Προϊόν έκκρισης ιδρωτοποιών αδένων,διαυγές και υδαρές.

ΙΔΡΩΣΗ. Έκκριση ιδρώτα.

ΙΔΡΩΤΟΠΟΙΟΙ ΑΔΕΝΕΣ. Οι αδένας που παράγουν ιδρώτα.

ΙΕΡΟΛΑΓΟΝΙΟΣ. Αφορά την άρθρωση του ιερού οστού και του λαγόνιου.

ΙΕΡΟΛΑΓΟΝΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή της ιερολαγόνιου αρθρωσης.

ΙΕΡΟΝΩΤΙΑΙΟΣ. Η περιοχή του ιερού οστού και της σπονδυληκής στήλης.

ΙΖΗΜΑ. Κατακάθισμα.

ΙΖΗΜΑΤΙΝΗ. Είδος αντισώματος του αίματος.

ΙΖΗΜΑΤΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που παράγει ίζημα.

ΙΖΗΜΑΤΩΔΗΣ. Όμοιος με ίζημα.

ΙΚΤΕΡΙΚΟΣ. Οργανισμός που πάσχει από ίκτερο.

ΙΚΤΕΡΙΩ. Πάσχω από ίκτερο.

ΙΚΤΕΡΟΣ. Σύμπτωμα με δυσχρωμία του δέρματος, κίτρινου χρώματος, λόγω εναπόθεσης χολοχρωστικής στα βαθύτερα στρώματα του.

ΙΚΤΕΡΩΔΗΣ. βλ. Ικτερικός.

ΙΛΙΓΓΙΩ. Με πιάνει ίλιγγος.

ΙΛΙΓΓΟΣ. Απώλεια ισορροπίας του ατόμου και εσφαλμένη αίσθηση των κινήσεων του και αισφαλμένη αντίληψη του περιβάλλοντος.

ΙΛΥΟΛΟΥΤΡΟ. Λασπόλουτρο.

ΙΝ ΒΙΒΟ. Περιγραφή κάθε βιολογικού γεγονότος που γίνεται μέσα σε ζωντανό οργανισμό.

ΙΝ ΒΙΤΡΟ. Η εργαστηριακή παρατήρηση.

ΙΝΑΔΕΝΩΜΑ. Καλοήθης όγκος του αδενικού επιθηλίου.

ΙΝΔΙΚΟ ΧΟΙΡΙΔΙΟ. βλ. ινδόχοιρος.

ΙΝΔΟΧΟΙΡΟΣ. Είδος τρωκτικού κατάλληλο για πειραματόζωο.

ΙΝΙΚΗ. Λευκωματοειδής ουσία του αίματος, που σχηματίζεται όταν δημιουργείται πήγμα.

ΙΝΟΛΥΤΙΚΟ. Κάθε παράγων που διαλύει τις ίνες.

ΙΝΟΜΥΟΜΑΤΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση ινομυωμάτων.

ΙΝΟΜΥΩΜΑ. Η συνηθέστερη μορφή όγκου.

ΙΝΟΤΡΟΠΟΣ. Αφορά την συστολική δύναμη των μυών.

ΙΝΟΧΟΝΔΡΩΔΗΣ. Ο αποτελούμενος από ίνες και χόνδρο.

ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ. Είναι ορμόνη του παγκρέατος και παίζει βασικό ρόλο στον μεταβολισμό των σακχάρων του οργανισμού.

ΙΝΤΕΡΦΕΡΟΝΗ. Γλυκοπρωτεϊνικής φύσεως ουσία υπεύθυνη για την προστασία του οργανισμού από τις ιογενείς λοιμώξεις και τις κακοήθεις νεοπλασίες.

ΙΝΩΔΗΣ ΔΥΣΠΛΑΣΙΑ. Παθολογική κατάσταση όπου έχου αντικατάσταση του οστού από ινώδη ιστό.

ΙΝΩΔΗΣ ΘΥΛΑΚΑΣ. Μεμβρανώδες ή ινώδες περίβλημα οργάνων.

ΙΝΩΔΗΣ ΙΣΤΟΣ. Ο πιο διαδεδομένος ιστός του σώματος.

ΙΝΩΔΗΣ ΚΥΨΕΛΙΤΙΔΑ. Παθολογική κατάσταση με διάχυτη ίνωση του κυψελιδικού τοιχώματος.

ΙΝΩΔΟΓΟΝΟ. Διαλυτή πρωτεϊνη του αίματος, πρόδρομος ουσία της ινικής.

ΙΝΩΜΑ. Όγκος από ινώδη ιστό, που εμφανίζεται συχνά στο δέρμα.

ΙΝΩΣΗ. Σχηματισμός ινώδη ή ουλώδη ιστού λόγω φλεγμονής ή έλλειψης αιμοδοσίας.

ΙΟΒΟΛΟΣ. Ο δηλητηριώδης.

ΙΟΝΙΣΜΟΣ. Κάθε διαδικασία που έχει σαν αποτέλεσμα την πρόσληψη ή την αφαίρεση ηλεκτρονίου από ένα άτομο ή μόριο ηλεκτρικά ουδέτερο και τη μετατροπή αυτού σε ιόν.

ΙΠΕΚΑΚΟΥΑΝΑ. Στην φαρμακευτική χρησιμοποιείται ως εμετικό φάρμακο, καθώς και ως φάρμακο για τη θεραπεία της διάρροιας. Γενικά είναι μια ονομασία που δίνεται σε ρίζες με φαρμακευτικές ιδιότητες.

ΙΠΠΑΓΩΓΟΣ. Ο μεταφορέας αλόγων.

ΙΠΠΑΡΙΟ. Το μικρό άλογο, το αλογάκι.

ΙΠΠΑΣΙΑ. Η τέχνη, ικανότητα του ιππεύειν.

ΙΠΠΕΜΠΟΡΕΙΑ. Το εμπόριο ίππων.

ΙΠΠΕΥΩ. Ανεβαίνω σε ίππο.

ΙΠΠΗΛΑΣΙΑ. Ιπποδρομία.

ΙΠΠΗΛΑΤΗΣ. Ο τζόκεϊ.

ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ. Μικρό ψάρι που το κεφάλι του μοιάζει με ίππο.

ΙΠΠΟΚΟΜΙΑ. Περιποίηση, φροντίδα αλόγου.

ΙΠΠΟΚΟΜΟΣ. Ο ενασχολούμενος με την φροντίδα του αλόγου.

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ. Ο πατέρας της ιατρικής επιστήμης.

ΙΠΠΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ζωοτεχνίας που ασχολείται με ότι αφορά τα άλογα.

ΙΠΠΟΣΤΑΣΙΟ. Σταύλος ίππων.

ΙΠΠΟΤΡΟΦΙΑ. Κλάδος της ζωοτεχνίας που ασχολείται με την αναπαραγωγή αλόγων.

ΙΠΠΟΣ. Από τα μεγαλύτερα ζώα που τα δάμασε άνθρωπος από την προϊστορική εποχή.

ΙΠΠΟΥΡΙΔΑ. Η ρίζα νεύρου του νωτιαίου μυελού.

ΙΠΠΟΦΑΓΙΑ. Η διατροφική χρήση αλογίσιου κρέατος.

ΙΠΠΟΦΟΡΒΕΙΟ. Κέντρο αναπαραγωγής εκλεκτών ειδών ίππων.

ΙΡΙΔΑ. Ο χιτώνας του βολβού του οφθαλμού που στη μέση έχει την κόρη.

ΙΡΙΔΕΡΗΜΙΑ. Παθολογική κατάσταση κατά την οποία απουσιάζει από τον οφθαλμό η ίριδα.

ΙΡΙΔΙΤΙΔΑ. Πάθηση της ίριδας του οφθαλμού.

ΙΡΙΔΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση εκτομής μέρους της ίριδας του οφθαλμού. Επέμβαση για τη θεραπεία του γλαυκώματος με την βοήθεια οπής στην ίριδα.

ΙΡΙΔΟΔΙΑΛΥΣΗ. Χειρουργική αποκόλληση τμήματος της ίριδας του οφθαλμού.

ΙΡΙΔΟΚΗΛΗ. Κήλη στην ίριδα του οφθαλμού.

ΙΡΙΔΟΛΟΓΙΑ. Μελέτη της ίριδας.

ΙΡΙΔΟΤΟΜΗ. Χειρουργική τομή επί της ίριδας του οφθαλμού.

ΙΡΙΔΟΧΟΡΙΟΕΙΔΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή της ίριδας και του χοριοειδούς χιτώνα.

ΙΡΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή της ίριδας.

ΙΣΟΛΕΥΚΙΝΗ. Απαραίτητο οξύ, βασικό στοιχείο των πρωτεϊνών.

ΙΣΟΒΑΡΗΣ. Αυτός που έχει το ίδιο βάρος.

ΙΣΟΘΕΡΜΙΚΟΣ. Αυτός που διατηρεί σταθερή θερμοκρασία.

ΙΣΟΣΚΕΛΕΙΑ. Ισομεγέθη άκρα.

ΙΣΟΣΚΕΛΗΣ. Ο οργανισμός του οποίου τα άκρα είναι ίδιου μεγέθους.

ΙΣΟΤΟΝΟ. Αφορά την ισχύ διάχυσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων διαλυμάτων.

ΙΣΟΤΟΠΑ. Χημικά στοιχεία με τον ίδιο ατομικό αριθμό, αλλά διαφορετικό ατομικό βάρος.

ΙΣΤΑΜΙΝΗ. Αμίνη που προέρχεται από το αμινοξύ ιστιδίνη, κατανεμημένη στους ιστούς φυτών, ζώων και ανθρώπου.

ΙΣΤΙΔΙΝΗ. Αμινοξύ που μεσω βακτηριακής αποσύνθεσης παράγεται η γνωστή αμίνη, ισταμίνη.

ΙΣΤΟΙ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. Απλά στοιχεία υπεύθυνα για την δημιουργία τμημάτων και οργάνων του σώματος.

ΙΣΤΟΓΕΝΗΣ. Ο προερχόμενος από ιστούς.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τους ιστούς του σώματος με μικροσκοπικό επίπεδο.

ΙΣΤΟΛΥΣΗ. Διάλυση των οργανικών ιστών.

ΙΣΤΟΣ. Σύνολο όμοιων κυττάρων που κάνουν την ίδια λειτουργία.

ΙΣΤΟΤΟΜΙΑ. Ανατομική εξέταση των ιστών του σώματος.

ΙΣΧΑΙΜΙΑ. Απουσία ή έλλειψη αίματος από ένα τμήμα του σώματος, λόγω απόφραξης ή σύσοασης και σπασμού των αρτηριών.

ΙΣΧΑΙΜΟΣ. Αυτός που προκαλεί ισχαιμία.

ΙΣΧΙΑΚΗ ΑΡΘΡΩΣΗ. Αρθρωση μεταξύ κεφαλής μηριαίου οστού και της κοτύλης του ανώνυμου οστού.

ΙΣΧΙΑΛΓΙΑ. Νευραλγία του ισχιακού νεύρου.

ΙΣΧΙΟΝ. Είναι το οστό που με το λαγόνιο και το ιβηκό αποτελούν το ανώνυμο οστό.

ΙΣΧΝΟΣ. Αδύνατος, λιπόσαρκος.

ΙΣΧΝΟΦΩΝΙΑ. Αδύνατη φωνή.

ΙΣΧΟΥΡΙΑ. Επίσχεση, κατακράτηση των ούρων.

ΙΣΧΟΥΡΙΚΟΣ. Αυτός που πάσχει από κατακράτηση ούρων.

ΙΧΘΙΑΣΗ. Ανίατη δερματική νόσος φυσαλιδώδους μορφής.

ΙΧΘΥΑΛΕΥΡΟ. Τροφή κατάλληλη για την πτηνοτροφία.

ΙΧΘΥΓΟΝΟΣ. Περιοχή με αφθονία ιχθύων.

ΙΧΘΥΔΙΟ. Μικρό ψάρι.

ΙΧΘΥΕΛΑΙΟ. Ζωικό λίπος από ιχθείς.

ΙΧΘΥΟΛΙΟ. Σκεύασμα που χρησιμοποιείται σε ορισμένες χρόνιες δερματικές παθήσεις.

ΙΧΘΥΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ζωολογίας που πραγματεύεται σχετικά με τους ιχθείς.

ΙΧΝΕΥΜΟΝΑΣ. Μικρό θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο.

ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΑ. Χημικά στοχεία που βρίσκονται σε μικρές ποσότητες, απόλυτα απαραίτητα για την διατροφή του σώματος και κατανεμημένα σε όλο το σώμα.

ΙΩΔΕΣ. Δηλητηριώδης.

ΙΩΔΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΤΙΑΝΗΣ. Χρωστική, αντισηπτικό που έχει εφαρμογή στην θεραπεία επιφανειακών εγκαυμάτων.

ΙΩΔΙΟ. Μη μεταλλικό στοιχείο, που αφθονεί στα φύκια. Εξωτερική χρήση αντισηπτικού.

ΙΩΔΙΟΥΧΑ. Άλατα του ιωδίου με χρήση στην ιατρική.

ΙΩΔΙΣΜΟΣ. Υπερδοσολογία από ιωδιούχων.

ΙΩΔΟΦΟΡΜΙΟ. Αντισηπτική ουσία.

 


Deprecated: Directive 'allow_url_include' is deprecated in Unknown on line 0