ΛΕΞΙΚΟ Β,β

Β,β

ΒΑΚΙΛΟΣ. Μεγάλη ομάδα ραβδοειδών βακτηριδίων gram (+) και τρέφονται από νεκρές οργανικές ύλες.

ΒΑΚΙΛΟΣ του koch. Το όνομα του μυκοβακτηριδίου που υπεύθυνο για τη φυματίωση.

ΒΑΚΤΗΡΙΑΙΜΙΑ. Η βακτηριαιμία είναι η παρουσία βακτηρών στο αίμα. 

ΒΑΚΤΗΡΙΔΙΑ. Μικροοργανισμοί πρωτογενούς μορφής υπεύθυνα για την ανάπτυξη των λοιμώξεων.

ΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟΚΤΟΝΑ. Φάρμακα και αντισηπτικά ειδικά στο να σκοτώνουν τα μικρόβια. 

ΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟΣΤΑΤΙΚΑ. Ομάδα αντιβιοτικών για την αντιμετώπιση των βακτηριδίων.

ΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟΥΡΙΑ. Σε λοίμωξη νεφρών, ουροδόχου κύστης και ουρήθρας έχουμε παρουσία βακτηριδίων στα ούρα.

ΒΑΚΤΗΡΙΟΛΥΣΙΑ. Βακτηριολυσία, η αντιμετώπιση και εξουδετέρωση της μολυσματικής δύναμης των βακτηρίων.

ΒΑΚΤΗΡΙΟΣΚΟΠΙΑ. Βακτηριοσκοπία, η αναζήτηση και ο εντοπισμός βακτηρίων κατόπιν εξετάσεως οργανικού υλικού (αίμα, πύον).

ΒΑΚΤΗΡΙΩΣΗ. Νόσος που οφείλεται σε παθογόνα βακτήρια.

ΒΑΛΑΝΟΣ. Η κεφαλή του πέους. 

ΒΑΛΑΝΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή στη βάλανο του πέους.

ΒΑΛΑΝΟΡΡΑΓΙΑ. Αιμορραγία από την βάλανο του πέους.

ΒΑΛΑΝΟΠΟΣΘΙΤΙΔΑ. Ταυτόχρονη φλεγμονή της βαλάνου και της πόσθης του πέους.

ΒΑΛΑΝΟΡΡΟΙΑ. Βαλανόροια είναι η πυόρροια από την βάλανο του πέους. Προσοχή να μην γίνεται σύγχιση με την ροή σπερματικού υγρού που συχνά εμφανίζεται στους σκύλους.

ΒΑΛΑΝΤΙΔΙΑΣΗ. Δυσεντερία των χοίρων που οφείλεται σε balantidium coli.

ΒΑΛΒΙΔΕΣ. Όργανα υπεύθυνα για την διατήρηση της κυκλοφορίας σε σταθερή κατεύθυνση.

ΒΑΡΒΙΤΟΥΡΙΚΑ. Κατηγορία ειδικών φαρμάκων με βάση το βαρβιτουρικό οξύ, που χρησιμοποιούνται στην αναισθησία, στη θεραπεία της επιληψίας και ως υπνωτικά.

ΒΑΡΙΟ. Προϊόν που χρησιμοποιείται στην ακτινολογία για την αξιολόγηση της διαβατότητας του πεπτικού σωλήνα (στόμαχο και γαστρεντερικό σύστημα).

ΒΑΣΕΟΦΙΛΑ. Τύπος λευκών αιμοσφαιρίων.

ΒΑΣΕΟΦΙΛΑ ΚΥΤΤΑΡΑ. Κύτταρα του χαλαρού συνθετικού ιστού.

ΒΑΤΡΑΧΙΟ. Διόγκωση με συλλογή σιέλου που εμφανίζεται κάτω από τη σλώσσα.

ΒΕΛΟΝΙΣΜΟΣ.Ο Βελονισμός είναι μια παραδοσιακή Κινέζικη “ιατρική” τεχνική για το ξεμπλοκάρισμα της ενέργειας με την διείσδυση ειδικών βελόνων σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος. Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει η εφαρμογή του και στα ζώα.

ΒΗΧΑΣ. Είναι το συχνό και επαναλαμβανόμενο σπασμωδικό αντανακλαστικό με τραχή ήχο, το οποίο βοηθάει στον καθαρισμό των αναπνευστικών οδών, των βρόγχων και των πνευμόνων. Σύνηθες επώδυνο σύμπτωμα πολλών νόσων.

ΒΙΝΥΛΙΚΟΣ ΑΙΘΕΡΑΣ. Εισπνεόμενο αναισθητικό για την εισαγωγή σε αναισθησία και για χειρουργικές επεμβάσεις μικρής διάρκειας.

ΒΙΟΤΙΝΗ. Βιταμίνη του συμπλέγματος βιταμινών Β. 

ΒΙΟΨΙΑ. Η μελέτη της ιστολογικής δομής τμήματος ιστού του σώματος μετά από ειδικό τρόπο λήψης.

ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ. Οργανικές χημικές ενώσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για κάθε ζωντανό οργανισμό και συχνά δεν είναι σε θέση να τις συνθέσει. Ανευρίσκονται στις τροφές και έχουν δράση ακόμη και όταν ανευρίσκονται σε πολύ μικρές ποσότητες. Οι βιταμίνες δεν έχουν θερμιδική αξία.

ΒΛΑΤΙΔΑ. Εξάνθημα, δερματικές αλλοιώσεις (σπυριά).

ΒΛΕΝΝΗ. Έκκριση των βλεννογόνων και των βλεννογόνιων αδένων.

ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΣ. Μεμβράνη που καλύοτει κάθε κοίλο όργανο του σώματος.

ΒΛΕΝΝΟΚΗΛΗ. Ανώμαλη και αιφνήδια κοιλότητα του σώματος που περιέχει βλέννη.

ΒΛΕΦΑΡΙΔΑ. Η τρίχα των βλεφάρων.

ΒΛΕΦΑΡΙΤΙΔΑ. Χρόνια συνήθως φλεγμονή του χείλους των βλεφάρων, πολλές φορές επίπονη.

ΒΛΕΦΑΡΟ. Δερματομυώδης πτυχή που προφυλάσσει τον οφθαλμό.

ΒΛΕΦΑΡΟΠΛΗΓΙΑ. Βλεφαροπληγία, η παθολογική κατάσταση της παράλυσης του άνω βλεφάρου.

ΒΛΕΦΑΡΟΠΤΩΣΗ. Βλεφαρόπτωση, η χαλάρωση και η πτώση του άνω βλεφάρου.

ΒΛΕΦΑΡΟΣΠΑΣΜΟΣ. Σπασμός των βλεφάρων.

ΒΟΡΑ. Τροφή των σαρκοφάγων ζώων.

ΒΟΤΑΝΟ. Χόρτο με θεραπευτικές ιδιότητες.

ΒΟΥΒΩΝΑΣ. Η διόγκωση λεμφαδένα στην βουβωνική περιοχή.

ΒΟΥΒΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ. Το μεταξύ του μηρού και του υπογαστρίου τμήμα του σώματος.

ΒΟΥΒΩΝΟΚΗΛΗ. Κήλη στην βουβωνική περιοχή με προβολή του κοιλιακού περιτοναίου, που κάποιες φορές περιέχει και τμήμα του εντέρου.

ΒΟΥΛΙΜΙΑ. Η ακόρεστη επιθυμία για φαγητό.

ΒΡΑΓΧΙΟ. Το αναπευστικό σύστημα των ψαριών και των υδρόβιων ζώων.

ΒΡΑΔΥΚΑΡΔΙΑ. Η κατάσταση της καρδιάς που την χαρακτηρίζει αργός καρδιακός ρυθμός.

ΒΡΑΔΥΚΙΝΗΣΙΑ. Αργή κίνηση, συνήθως λόγω εγκεφαλικών ή άλλων σοβαρών παθήσεων.

ΒΡΑΔΥΟΥΡΙΑ. Χρονική καθυστέσηση στην ούρηση λόγω παθολογικών αιτίων.

ΒΡΑΔΥΠΕΨΙΑ. Δυσκολία στην πέψη, δυσπεψία.

ΒΡΑΔΥΠΝΟΙΑ. Μείωση των αναπνευστικών κινήσεων.

ΒΡΑΔΥΠΝΟΟ. Το ζώο που παρουσιάζει αργή αναπνευστική λειτουργία.

ΒΡΑΧΙΟΝΑΣ. Βραχίωνας είναι το τμήμα του χεριού (μπροστινό άκρο ζώου), από τον ώμο μέρχι τον αγκώνα.

ΒΡΑΧΥΓΝΑΘΙΑ. Ελαττωματική ανάπτυξη και διάπλαση της κάτω γνάθου.

ΒΡΑΧΥΔΑΚΤΥΛΙΑ. Παθολογική κατάσταση όπου τα ζώα έχουν πόλύ μικρά δάκτυλα.

ΒΡΑΧΥΚΕΦΑΛΙΑ. Ζώα με παθολογικά μικρό κεφάλι.

ΒΡΑΧΥΣΩΜΟ. Το μικρόσωμο ζώο.

ΒΡΟΓΧΙΑ. Οι διακλαδώσεις της τραχείας που καταλήγουν στους πνεύμονες.

ΒΡΟΓΧΕΚΤΑΣΙΑ. Έντονη διαστολή των βρόγχων.

ΒΡΟΓΧΙΟΛΙΑ. Το τελικό τμήμα των βρόγχων.

ΒΡΟΓΧΙΟΛΙΤΙΔΑ. Λοίμωξη των βρογχιολίων.

ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των βρόγχων. Ως χρόνια βρογχίτιδα χαρακτηρίζεται η κατάσταση όπου έχουμε απώλεια της ελαστικότητας του πνευμονικού ιστού. 

ΒΡΟΓΧΟΚΗΛΗ. Η διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα.

ΒΡΟΓΧΟΠΝΕΥΜΟΝΙΑ. Είναι η ταυτόχρονη φλεγμονή των βρόγχων, των κυψελίδων και των ιστών του πνεύμονα. 

ΒΡΟΓΧΟΣΚΟΠΗΣΗ. Διαγνωστική εξέταση των βρόγχων ακι της τραχείας.

ΒΡΟΓΧΟΤΟΜΗ. Χειρουργική τομή διάνοιξης των βρόγχων.

ΒΡΟΥΚΕΛΛΩΣΗ. H βρουκέλλωση ή μελιταίος πυρετός αποτελεί σοβαρή ανθρωποζωονόσο που ενδημεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.Οφείλεται σε αερόβιο κοκκοβακτηρίδιο gram (-) του γένους Brucella.

ΒΡΩΜΙΔΡΩΣΙΑ. Δύσοσμη εφίδρωση.

ΒΡΩΜΙΣΜΟΣ. Δηλητηρίαση από βρωμιούχα φάρμακα.

ΒΥΘΟΣ. Σημείο του αμφιβληστροειδούς απέναντι από την κόρη μέσω του οποίου διέρχονται νευρικές ίνες και αιμοφόρα αγγεία.


Deprecated: Directive 'allow_url_include' is deprecated in Unknown on line 0